Η Βιολέτα κοίταξε το τηλέφωνο με μίσος. Ήθελε να το αρπάξει, να το τραβήξει βίαια μαζί με τα καλώδια και να το πετάξει κάτω. Κι αν δεν σπάσει σε επαρκώς μικρά κομμάτια, να χοροπηδήσει πάνω του μέχρι να γίνει σκόνη. Άπλωσε το χέρι της, έχοντας σκοπό να ικανοποιήσει την διάθεση της στιγμής, όταν το τηλέφωνο χτύπησε.
Έμεινε με το χέρι μετέωρο κι ένιωσε την γλύκα της αμφιβολίας να την τυραννά. Μετά από τρία κουδουνίσματα, άπλωσε το χέρι για να το τραβήξει αμέσως πίσω λες και το τηλέφωνο έκαιγε. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει. Το άφησε να χτυπάει χωρίς να το σηκώσει. Δεν ήταν εκείνος.
Άνοιξε το ραδιόφωνο, πήρε το βιβλίο που είχε αφήσει στο τραπέζι και ξάπλωσε στον καναπέ. Θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Να ταξιδέψει στον κόσμο του βιβλίου και να μην σκέφτεται. Να μην σκέφτεται γιατί δεν την κάλεσε. Να μην σκέφτεται αν έχει κάνει κάποιο λάθος. Να μην τον σκέφτεται.
Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Κράτησε την ανάσα της, όπως συνήθιζε να κάνει πριν από κάθε μακροβούτι στην θάλασσα. Έκλεισε με μια κίνηση το ραδιόφωνο. Η σιωπή βάρυνε τον αέρα γύρω της. Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Μία, δύο, τρεις φορές. Και σταμάτησε.
Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Ήταν το σιωπηλό μήνυμά του. Απλό, σύντομο, χαρακτηριστικό, με μια νότα μυστηρίου, όπως κι εκείνος. Κοίταξε κλεφτά στον καθρέφτη του χολ πριν να κλείσει την πόρτα πίσω της. Τα μάτια της έλαμπαν και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα . Όπως κάθε φορά.
Κατέβηκε χοροπηδώντας τα σκαλιά τραγουδώντας ένα παιδικό τραγούδι , που της ήρθε στο μυαλό «μια δεκάρα η βιολέτα, τσιγκολελέτα, τσιγκολελέτα, δυο δεκάρες η βιολέτα…» .Γέλασε καθώς πηδούσε και με τα δύο πόδια τα τελευταία πέντε σκαλιά για να προσγειωθεί στην είσοδο. Άνοιξε την εξώπορτα και με αργά πλέον βήματα ανέβηκε τα σκαλιά , που οδηγούσανε στον δρόμο μπροστά από το σπίτι της.
Η βροχή είχε μόλις σταματήσει και ο δρόμος έλαμπε από το νερό που τον ξέπλυνε. Η ατμόσφαιρα ήταν θολή καθώς οι στάλες της βροχής εξατμιζόταν πάνω από την καυτή άσφαλτο. Διέκρινε την σκιά του που πλησίαζε κι έμεινε ακίνητη. Δεν γύρισε να κοιτάξει . Δεν έκανε ούτε ένα μικρό βήμα προς το μέρος του. Δεν το επέτρεπαν οι κανόνες του παιχνιδιού.
«Καλησπέρα Βιολέτα» είπε εκείνος φτάνοντας μπροστά της, ενώ έβγαζε από την τσέπη του το γνωστό άσπρο μαντήλι. «Είσαι έτοιμη;» συνέχισε , ενώ αυτή γυρνούσε για να της δέσει το μαντήλι πίσω από το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια της. «Δεν θα βρισκόμουν εδώ , αν δεν ήμουν» του απάντησε κι άπλωσε το χέρι της αναζητώντας τον. Ο ήχος των γνωστών βημάτων την προειδοποίησαν πως προχωρούσε μπροστά της.
Ξεχνώντας την όραση, εστίασε σε όλες τις άλλες αισθήσεις της προσπαθώντας να προσανατολιστεί και να τον ακολουθήσει. Ένιωσε την αδρεναλίνη να την πλημμυρίζει , όπως κάθε φορά που ξεκινούσε το παιχνίδι τους. Μερικές φορές είχε μπει στον πειρασμό να σηκώσει λίγο το μαντήλι, να κάνει μια μικρή παρασπονδία, να κλέψει λίγο, αλλά η περηφάνια και μια παλιοκαιρίτικη αίσθηση τιμής ,δεν της επέτρεπε να υποχωρήσει.
Είχε καιρό που έπαιζαν. Αρχηγός ήταν αυτός κι οι κανόνες όλοι δικοί του. Στην αρχή της άρεσε αυτό και δεν την πείραζε που έχανε. Αλλά τώρα τελευταία κάτι επαναστατούσε μέσα της. Ίσως γιατί το παιχνίδι έγινε πιο σημαντικό από την ζωή. Κι αυτό το ήξερε καλά πως ήταν λάθος κι ενάντια σε όλους τους κανόνες.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και προσπάθησε να τον εντοπίσει. Ήξερε πως δεν θα γύριζε να την συναντήσει έτσι και τον έχανε. Τάχυνε το βήμα της ενώ για πολλοστή φορά υποσχόταν στον εαυτό της πως σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά. Η τελευταία φορά που έπαιζε το παιχνίδι του, η τελευταία φορά που κυνηγούσε την σκιά του, η τελευταία φορά που θα έχανε.
Στα ρουθούνια της έφτασε έντονη η μυρωδιά των σαπισμένων φύλλων . Τα πόδια της βούλιαξαν στη λάσπη. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία της και άπλωσε τα χέρια να κρατηθεί. Άγγιξε τον κορμό ενός δέντρου και ψηλαφώντας πήγε κι ακούμπησε για μια στιγμή επάνω του. Πήρε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή.
Το αγαπούσε το δάσος και ειδικά το φθινόπωρο της άρεσε να περπατάει με τις ώρες μέσα του. Αλλά κάποιος αρχέγονος φόβος , την έκανε σήμερα να θέλει να φύγει. Σύντομα. Πριν να έρθει το βράδυ. Η μυρωδιά του φόβου μπερδεύτηκε με του βρεγμένου χώματος και των σαπισμένων φύλλων. Ανατρίχιασε.
Δεν τον άκουσε που την πλησίασε. Τινάχτηκε τρομαγμένη στο άγγιγμά του. Μετά από πολύ καιρό της έπιασε το χέρι και την οδήγησε χωρίς να μιλάει. Ένιωθε έντονα την παρουσία του δίπλα της και η ζεστασιά από το χέρι του ανέβηκε προς την καρδιά της. Πήρε βαθιές ανάσες να γεμίσει από την μυρωδιά του.
Κάποτε σταμάτησε να προχωράει κι ένιωσε τα δυο του χέρια στους ώμους της. «Σήμερα θα παίξουμε κρυφτό» της είπε. «Θα μετρήσεις μέχρι το δέκα αργά. Μετά θα βγάλεις το μαντήλι και θα ψάξεις να με βρεις. Αν δεν τα καταφέρεις μέχρι να βραδιάσει, γύρισε σπίτι. Θα σε καλέσω για το επόμενο παιχνίδι».
Η Βιολέτα έγνεψε καταφατικά, ενώ οι ερωτήσεις που δεν έκανε, στριφογύριζαν στον μυαλό της. Ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαζε το μαντήλι. Θα ήταν η όραση αλήθεια βοηθός ή εμπόδιο στην αναζήτηση; Τι θα γινόταν αν τον έβρισκε; Τι θα γινόταν αν βράδιαζε κι αυτή επέμενε στην αναζήτηση; Κι αν τον έβρισκε , θα είχε άραγε κερδίσει;
Μέτρησε αργά μέχρι το δέκα. Άκουγε τα βήματα του που απομακρυνόταν. Ανάμεσα σε κάθε αριθμό δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της , μουσκεύοντας το μαντήλι. Όταν έφτασε στο δέκα έλυσε με αργές κινήσεις το μαντήλι. Σκούπισε το πρόσωπό της από τα δάκρυα που το λέρωσαν κι έμεινε για μια στιγμή ακίνητη.
Έδεσε το μαντήλι στα μαλλιά της. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο στα χείλη άρχισε να χοροπηδάει φεύγοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση που άκουσε τα βήματά του.
Το γέλιο της μαζί με το τραγούδι διέσχιζε το δάσος «μια δεκάρα η Βιολέτα , τσιγκολελέτα- τσιγκολελέτα, δυο δεκάρες η Βιολέτα, τσιγκολελέτα- τσιγκολελέτα και πράσινα κουφέτα».