Το ρολόι



Η Χρυσάνθη άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπά και χωρίς να ανοίξει τα μάτια της άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το ρολόι. Το έβαλε κάτω από την κουβέρτα και στα τυφλά το έκλεισε. Το έφερε δίπλα στο μαξιλάρι της κι άκουγε το ρυθμικό ήχο των δευτερολέπτων να χτυπάει μαζί με την καρδιά της. «Τικ-τακ» είπε το ρολόι , «τικ-τακ» απάντησε η καρδιά και συγχρονίστηκαν. Τράβηξε την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι της και κουλουριάστηκε χώνοντας το ρολόι και την καρδιά της κάτω από το μαξιλάρι.

Είχε κοιμηθεί στις πέντε κι ήταν μόλις επτά και μισή. Το είχε βάλει μηχανικά όπως κάθε βράδυ ξεχνώντας πως ξημέρωνε Σάββατο. Δεν δούλευε, αλλά η συνήθεια ετών την έκανε να στριφογυρίσει στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να ξανακοιμηθεί. Πεισματικά κράτησε τα μάτια της κλειστά και κάλεσε το όνειρο. Το μόνο που είδε με τα μάτια της ψυχής της όμως, ήταν το ρολόι.
Σηκώθηκε αναστατωμένη και σκουντουφλώντας πήγε στο μπάνιο. Ενώ έπλενε το πρόσωπό της άκουσε το κελάηδημα. Γύρισε ξαφνιασμένη κοιτώντας έξω από το μικρό παράθυρο, αλλά δεν είδε τίποτα. Σκουπίστηκε στα γρήγορα και αποφάσισε να βρει την πηγή της περίεργης μελωδίας.
Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω της ερευνητικά έχοντας τα αυτιά της τεντωμένα προσπαθώντας να εντοπίσει από πού ερχόταν. Το κελάηδημα ακουγόταν πιο αχνά τώρα, πράγμα που την έκανε να συνειδητοποιήσει ξαφνιασμένη, πως προερχόταν μέσα από το σπίτι κι όχι απ' έξω. Αυτή όμως, δεν είχε κάποιο πουλί στο σπίτι.
Πάντα απεχθανόταν τα κλουβιά κι όλων των ειδών τις φυλακές. Είχε πάντα τον τρόπο να δραπετεύει σχεδόν από όλα περιόριζαν την ψυχή της, ακόμα και από τον χρόνο. Χουντίνι των  δευτερολέπτων την φώναζε μια φίλη της καθώς κατάφερνε να επεκτείνει μαγικά το 24ωρο και να χωρέσει μέσα του όσα ονειρευόταν.
Η μαγική της κλεψύδρα όμως είχε σπάσει εδώ και καιρό κι ένιωθε πως παρά την μάχη που έδινε κάθε μέρα οι τοίχοι στένευαν και ο χρόνος συρρικνωνόταν επικίνδυνα. Μπήκε μέσα στο σπίτι και έψαξε νευρικά το κινητό της. Κοίταξε την ώρα- ήταν οκτώ κι αυτή ένιωθε πως είχε περάσει το μισό της πρωινό ψάχνοντας το κλειδί για να βγει από την φυλακή της υπενθύμισης.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε την ντουλάπα. Κοίταξε το μακρύ άσπρο φόρεμα και με μια ξαφνική παρόρμηση το φόρεσε. Την στένευε λίγο, είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που το είχε αγοράσει και στο ενδιάμεσο είχε βάλει μερικά κιλά, αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης βουλιμίας, σημάδι ότι ήταν στεναχωρημένη. Απορούσε που χωρούσε ακόμα.
Χάιδεψε το απαλό ύφασμα στρώνοντας το στο κορμί της ξεκινώντας από το στήθος μέχρι την τονισμένη μέση. Πέρασε σαν χάδι τα χέρια της από την φαρδιά φούστα που άνοιγε φτάνοντας μέχρι τους αστραγάλους της κι έμεινε εκεί ακίνητη με τα χέρια χωμένα στο μετάξι. «Τικ-τακ» φώναξε η καρδιά της δυνατά, «τικ-τακ» απάντησε το ρολόι αχνά κάτω από το μαξιλάρι.
Της είχε πει πως θα την περιμένει όσα χρόνια κι αν περάσουν στο ρολόι της καρδιάς, στο ρολόι του χρόνου, στο ρολόι του σύμπαντος. Της είχε πως θα περιμένει να την δει ντυμένη στα λευκά να έρχεται προς το μέρος του χαμογελώντας μόνο για εκείνον. Της είχε πει πως θα ήξερε πως είναι η ώρα όταν θα έβλεπε την ανθοδέσμη με τα άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα, για να προχωρήσουν μαζί στην μικρή συνομωσία του έρωτα και της αγάπης.
Πότε ήταν αλήθεια αυτό; Πως μετράς τον χρόνο της εγκατάλειψης; Πως μετράς τον χρόνο του κενού; Πώς μετράς τον χρόνο του ονείρου; Μόνο με το ρολόι του έρωτα απάντησε κι άρχισε πάλι να νιώθει εκείνο το βάρος στο στήθος, αυτό που την ακολουθούσε εδώ και χίλια δευτερόλεπτα καρδιάς. Το δωμάτιο σκοτείνιασε κι οι τοίχοι έγιναν μαύροι. Το πάτωμα εξαφανίστηκε κάτω από τα πόδια της κι έμεινε κολλημένη στους μαύρους τοίχους σαν περίεργο αυτοκόλλητο.
Το μόνο φως που μπορούσε να διακρίνει ήταν από την χαραμάδα κάτω από την πόρτα και το μεγάλο άσπρο ρολόι πάνω της. Το ρολόι ήταν σταματημένο ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να πάει προς την πόρτα κι ανακάλυψε έκπληκτη πως μπορούσε να πετάξει. Για να διώξει τον φόβο άρχισε να τραγουδάει χαμηλόφωνα και μετά όλο και πιο δυνατά καθώς έφτανε στην περίεργη πόρτα. «Σαν τα ρολόγια που σιωπούν...» τραγούδησε καθώς κοιτούσε επίμονα το ρολόι.
Η πόρτα δεν είχε πόμολο κι ακούγοντας τις φωνές απ’ έξω άρχισε να φωνάζει. Ένιωθε τον αέρα να λιγοστεύει και να πνίγεται, ενώ η ναυτία που αισθανόταν την προειδοποίησε για τον πανικό της κλειστοφοβίας. Κι ενώ έχανε την αίσθηση του χρόνου, άκουσε πιο καθαρά τα λόγια έξω από την πόρτα. «Είδες τελικά; Ήθελε τον χρόνο του! Σήμερα από το πρωί δεν σταμάτησε να κελαηδάει» έλεγε μια γυναικεία φωνή. «Εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι άχρηστο» άκουσε την αντρική φωνή να απαντάει και πάγωσε. Θα την αναγνώριζε όσα άτομα κι αν μιλούσαν, όσα μακριά κι αν ήταν.
Το ρολόι πάνω από την πόρτα άρχισε ξαφνικά να μετράει τα δευτερόλεπτα, ενώ η ίδια ένιωθε την καρδιά της να επιβραδύνει συνεχώς. Ένιωσε πως έπεφτε, έπεφτε συνεχώς στο μαύρο κενό που κάποτε ήταν το πάτωμα του δωματίου ενώ την ακολουθούσε το περίεργο ρολόι φωνάζοντας με τους δείχτες του τον χρόνο που περνούσε.
Ξύπνησε κάθιδρη και παγωμένη. Της πήρε μια ατέλειωτη στιγμή να συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της φορώντας το άσπρο φόρεμα που είχε γίνει κουβάρι . Έψαξε κάτω από το μαξιλάρι κι έβγαλε το ξυπνητήρι. Το κράτησε στα χέρια της και το έβαλε κοντά στο αυτί της. «Τικ-τακ» της είπε το ρολόι ενώ εκείνη την στιγμή άκουσε ξανά το κελάηδημα του πουλιού.
Σηκώθηκε αποφασιστικά κι άρχισε να ψάχνει γύρω της . Το είδε πριν να μπει στο σαλόνι. Το περίεργο χρυσό κλουβί με το λευκό πουλί μέσα του που κελαηδούσε. Έφτασε με δυο βήματα μπροστά του κι άνοιξε την πόρτα του κλουβιού. Του μιλούσε γλυκά κρατώντας μια μικρή απόσταση μέχρι που το είδε να βρίσκει την έξοδο. Έτρεξε,τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε διάπλατα το παράθυρο.
Το παρακολούθησε να βγαίνει έξω και να πετάει δειλά με το μούδιασμα του φυλακισμένου. Το ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της. Έσκυψε και πήρε από κάτω το ρολόι που είχε πετάξει αφηρημένα κάτω, το έβαλε μέσα στο κλουβί και το έβγαλε στο μπαλκόνι. Έμεινε εκεί μέχρι το απόγευμα σιγοτραγουδώντας και ζωγραφίζοντας κόκκινα τριαντάφυλλα…

Στην άκρη του ουράνιου τόξου



Οι εφτά νεραϊδούλες παρατάχθηκαν στη σειρά, έτοιμες να ξεκινήσουν μόλις εμφανιζόταν. Όλο το δάσος άκουγε τα ψιθυρίσματα και τα γέλια τους καθώς η ώρα περνούσε και δεν άκουγαν το σύνθημα του Φοίβου. Αυτός μελετούσε με προσήλωση τον ουρανό, που προσπαθούσε να αποτινάξει από πάνω του τα γκρίζα σύννεφα.

Η βροχή είχε σταματήσει πριν από λίγη ώρα, μια γλυκιά καλοκαιρινή βροχή, που άφησε το δάσος λαμπερό και δροσερό, το ξέπλυνε και το ζωντάνεψε, θυμίζοντας σε όλους την ευλογία του νερού. Ξωτικά και νεράιδες ήταν σε υπερδιέγερση καθώς περίμεναν να δουν που θα κατέληγε ο σημερινός αγώνας. Στοιχημάτιζαν ο καθένας στο χρώμα που του άρεσε ή στην νεράιδα που πίστευε πως είχε τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει.
Οι νεραϊδούλες κοιτούσαν τα λαμπερά φορέματα που κρατούσε αγκαλιά ο Φοίβος, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιό θα έπεφτε στον κλήρο τους. Ξαφνικά μια ηλιαχτίδα ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα σύννεφα, που αναστενάζοντας, έκαναν άκρη στο ζεστό άγγιγμά της. Αυτή χαρούμενη φώναξε τις αδερφές της που έτρεξαν να ρίξουν το φως τους στα σταγονίδια της βροχής που είχαν μείνει μόνα να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα.
Το ουράνιο τόξο ξεπρόβαλε δημιουργώντας την χρυσή γέφυρα, τον αγωνιστικό χώρο των νεράιδων, με  το κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, πορτοκαλί, γαλάζιο, μπλε και μωβ χρώμα να σηματοδοτεί τον διάδρομο που θα αγωνιζόταν η καθεμία από αυτές. Ο Φοίβος πέταξε στον αέρα τα πολύχρωμα φορέματα, που έπεσαν μπροστά στις αγωνιζόμενες . Τα φόρεσαν βιαστικά και προσπάθησαν να εντοπίσουν πόσο μακριά ήταν το αντίστοιχο χρώμα πάνω στο ουράνιο τόξο.
Η Τιτίκα κοίταξε μπροστά της μην τολμώντας να πιστέψει στην τύχη της. Φορούσε ήδη το κόκκινο φόρεμα και ίσια μπροστά της απλωνόταν η κόκκινη διαδρομή. Παραήταν εύκολο για να είναι αληθινό. Ποτέ δεν ήταν τόσο τυχερή. Όσες φορές είχε λάβει μέρος στον αγώνα, το δικό της χρώμα ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να κατέβει την μεγάλη τσουλήθρα που οδηγούσε την άκρη του ουράνιου τόξου, όπως δικαιούται η νικήτρια, αυτή που πρώτη θα πατούσε στο μονοπάτι με το χρώμα του φορέματος της.
Ο αγώνας τελείωσε πριν καλά καλά ξεκινήσει. Μόλις ο Φοίβος έδωσε το σύνθημα, η Τιτίκα πήδηξε βιαστικά στον διάδρομο μπροστά της και ενώ άκουγε τις θυμωμένες και αγανακτισμένες φωνές των υπολοίπων νεράιδων, ένιωσε να γλιστράει με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα πάνω στο φωτεινό της μονοπάτι, να στροβιλίζεται με δύναμη, χωρίς να προλαβαίνει να κοιτάξει γύρω της, μέχρι να φτάσει στην άκρη και να πέσει με δύναμη στο έδαφος.
Κοίταξε γύρω της με περιέργεια. Βρισκόταν δίπλα σ’ ένα ρυάκι, που ήταν τόσο ήρεμο και καθαρό, ώστε μπορούσε να ξεχωρίσει κάθε πέτρα στο βυθό του. Τα δέντρα στην όχθη του άπλωναν την σκιά τους δημιουργώντας δροσερά καταφύγια από τον ήλιο που έλαμπε στον ουρανό. Η Τιτίκα ξάπλωσε στο πράσινο γρασίδι που πάνω του έβλεπε να λαμπυρίζουν ξεχασμένες σταγόνες βροχής και κοίταξε τον γαλάζιο ουρανό και τα αραιά άσπρα σύννεφα που τόνιζαν το χρώμα του. Ένιωσε τις ηλιαχτίδες που ήρθαν να την χαϊδέψουν απαλά, ζεστές κι όχι καυτές, όπως συνήθιζαν το καλοκαίρι και τεντώθηκε με ευχαρίστηση.
Γυρνώντας το κεφάλι της από την άλλη πλευρά είδε ένα κοπάδι πρόβατα που βοσκούσαν ανέμελα και μερικά σκυλιά να τα συνοδεύουν νωχελικά. Στα αυτιά της έφτανε ο ήχος του κελαρύσματος του νερού να κινείται αργά, αλλά σταθερά, στην στενή κοίτη. Τα έντομα δεν ακουγόταν κι όλοι οι ήχοι, οι κουδούνες των προβάτων, τα βαριεστημένα γαβγίσματα των σκύλων, το θρόισμα των φύλλων που φιλούσε το δροσερό αεράκι, έφταναν καθαρά στα αυτιά της χαϊδεύοντας τις αισθήσεις της.
Σ’ ένα υψωματάκι, λίγο πιο πέρα από εκεί, διέκρινε ένα παλιό πέτρινο χτίσμα, έρημο κι εγκαταλειμμένο, όμως φαινόταν, τόσο δεμένο με την φύση γύρω του, που άργησε να το εντοπίσει. Η Τιτίκα σηκώθηκε, τίναξε τα μουσκεμένα της φτερά και πέταξε προς τα εκεί. Προσγειώθηκε μπροστά στην μισάνοιχτη, φαγωμένη από τον καιρό, πόρτα και την άνοιξε. Προχώρησε χωρίς δισταγμό μέσα κοιτώντας ερευνητικά γύρω της. Δεν άργησε να εντοπίσει το σεντούκι κάτω από το παράθυρο κι ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, το άνοιξε.
Ήταν άδειο. Ένιωσε την απογοήτευση να την πλημμυρίζει μέχρι που είδε τον καθρέφτη, στον πάτο του. Φτιαγμένος από το ίδιο ξύλο με το σεντούκι, το ίδιο παλιό, κρυβόταν κάτω από ένα στρώμα σκόνης. Τον κράτησε με το αριστερό της χέρι, ενώ με το δεξί καθάριζε προσεχτικά την θολή επιφάνεια. Αντί για το πρόσωπό της, βρέθηκε απέναντι σ’ έναν νεαρό άντρα, που την κοιτούσε στα μάτια και της ψιθύρισε: “θα είμαι δίπλα σου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα είμαι εδώ για σένα.”
Καθώς ο κόσμος γύρω της έγινε ρευστός, ένα ποτάμι με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου κι ενώ το κόκκινο φόρεμά της λαμπύριζε καθώς στροβιλιζόταν στην δίνη του, η Τιτίκα ένιωσε να ζαλίζεται κι οδηγούμενη στον πάτο του σεντουκιού, άλλαξε μορφή. Το σεντούκι έκλεισε μ’ ένα ξερό θόρυβο κι έτσι έμεινε στο σκοτάδι.
Ο Τέλης άφησε το αυτοκίνητο λίγο έξω από το χωριό, στα μέσα της διαδρομής που συνήθιζε να κάνει με το ποδήλατο κάποτε. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να δει τι είχε αλλάξει καθώς προχωρούσε αργά, νιώθοντας τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα να κυλούν από το μέτωπό του. Δεν είχε έρθει εδώ από το ‘90, τότε ακόμα που οι δικοί του είχαν το εξοχικό στο χωριό κι ένιωθε ένα γλυκόπικρο αίσθημα βλέποντας τις αλλαγές που έφερε ο χρόνος.
Είχαν συμβεί πολλά στην προσωπική του ζωή τον τελευταίο καιρό, που τον έβγαλαν από την ρουτίνα των τελευταίων ετών και τον έκαναν πιστέψει πως υπήρχε ακόμα μέσα του ο Τέλης που παθιαζόταν, έπαιρνε φωτιά κι έκαιγε τα πάντα γύρω του για μια ιδέα, μια αγάπη, έναν έρωτα. Η επιστροφή του σ’ εκείνον τον Τέλη όμως, τον έκανε τελικά να αναπολήσει την ηρεμία και την γαλήνη που ένιωθε τότε εδώ, σ’ αυτό το μαγικό μέρος.
Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και δεν μπορούσε να σκεφτεί ιδανικότερο μέρος από αυτό. Στάθηκε στην κορυφή του λοφίσκου κοιτάζοντας προς τα κάτω συγκινημένος  Ευτυχώς κάποια πράγματα έμεναν αναλλοίωτα στην πορεία του χρόνου. Ήταν το ίδιο όπως το θυμόταν. Θα πήγαινε να ξαπλώσει κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι και θα άφηνε το μυαλό του να αδειάσει και την καρδιά του να τον οδηγήσει.
Τότε πρόσεξε το ουράνιο τόξο που η άκρη του έδειχνε να τελειώνει πάνω από το ερειπωμένο σπίτι, λίγα μέτρα μακριά από εκεί που στεκόταν. Περίεργος πλησίασε κοντά και κάθισε δισταχτικός στην πόρτα του για λίγο. Αν και το είχε δει πολλές φορές, τότε που καθόταν κάτω στο ρυάκι, δεν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να το εξερευνήσει. Έσπρωξε με μια αποφασιστική κίνηση την μισοφαγωμένη πόρτα και μπήκε μέσα.
Το φως από το απέναντι παράθυρο έπεφτε πάνω στο σεντούκι, που βρισκόταν ακριβώς από κάτω του. Ακολουθώντας την ίδια παρόρμηση που τον έκανε να ακολουθήσει το ουράνιο τόξο και να ανοίξει την κλειστή πόρτα, προχώρησε προς το σεντούκι και κάθισε για μια στιγμή αναποφάσιστος πριν το ανοίξει.
Στην αρχή ένιωσε πως τον ξεγέλασαν γιατί δεν είδε τίποτα μέσα, αν και δεν ήξερε κι ο ίδιος τι ακριβώς περίμενε να δει. Σκύβοντας μπροστά, είδε στον πάτο του σεντουκιού κάτι να ξεχωρίζει πάνω στην σκόνη. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, παράξενα φρέσκο και δροσερό ακόμα. Το έφερε έκπληκτος μπροστά του κι έσκυψε να το μυρίσει.
Η Τιτίκα ξύπνησε από τον βαθύ της ύπνο κι είδε μπροστά της τον άντρα του καθρέφτη. Του χαμογέλασε γεμάτη εμπιστοσύνη και τον αγκάλιασε. «Σε περίμενα» του ψιθύρισε στο αυτί και γέλασε μ’ εκείνο το ιδιαίτερο γέλιο των νεράιδων. «Ελπίζω να κρατήσεις την υπόσχεσή σου» του είπε, ενώ έσκυβε να τον φιλήσει.
Ο Τέλης ένιωσε να στροβιλίζεται, ενώ γύρω του έλαμπαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, κάθε χρώμα κι ένα συναίσθημα, με το κόκκινο να κυριαρχεί, το κόκκινο του έρωτα. Κοίταξε την γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα που κρατούσε στην αγκαλιά του, την γυναίκα που είχε ονειρευτεί τόσες φορές και τώρα ήταν εκεί και τον κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν. Την έσφιξε πάνω του κι ένιωσε τα αγκάθια του τριαντάφυλλου να τον τρυπάνε.
Τράβηξε τα χέρια του απότομα και καθώς το αίμα του κυλούσε πάνω στο κόκκινο φόρεμα και γινόταν ένα μ’ αυτό της είπε: «Δεν είμαι εγώ αυτός που περίμενες. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας που θα άνοιγε το σεντούκι. Απλά εγώ έτυχε να είμαι εδώ σήμερα». Η νεράιδα έμεινε να τον κοιτάζει στην αρχή έκπληκτη και μετά πληγωμένη, ενώ αντιλαμβανόταν πως τα χρώματα ξεθώριαζαν και εξαφανιζόταν σιγά σιγά.
«Είσαι εσύ» του απάντησε, ενώ τα μαύρα μάτια της βούρκωσαν. «Εσένα είδα στον μαγικό καθρέφτη, εσύ έφερες τα χρώματα, ο έρωτάς σου ήταν ο θησαυρός στην άκρη του ουράνιου τόξου». Ενώ η μορφή της άρχισε να τρεμοσβήνει, ο Τέλης άπλωσε τα χέρια για να την κρατήσει, αψηφώντας τον πόνο και τις αμφιβολίες του, όμως το μόνο που είχε μείνει απ’ αυτήν, ήταν το κόκκινο τριαντάφυλλο.
Οι έξι νεραιδούλες πέταξαν γύρω από την εξουθενωμένη Τιτίκα, ενώ επέστρεψε τυλιγμένη με τον μανδύα του ουράνιου τόξου , το προνόμιο του νικητή. «Έλα, πες μας, τι έγινε; Βρήκες τον θησαυρό; Γιατί άργησες τόσο;» την ρωτούσαν τιτιβίζοντας όλες μαζί ανυπόμονες να μάθουν τι είχε συμβεί.
Η Τιτίκα πέταξα από πάνω της τον μανδύα και απάντησε «Δεν υπήρχε τίποτα στην άκρη του ουράνιου τόξου. Ή εγώ άργησα να φτάσω εκεί. Πάντως τα χρώματα ήταν πανέμορφα». Τους χαμογέλασε καθώς έβγαζε το κόκκινο φόρεμα και γυμνή επέστρεψε στο ανθόσπιτό της.
Δεν πήρε μέρος στους αγώνες ποτέ ξανά..

Μαύρο κομφετί

         
      Η Φαίη σταμάτησε να περπατάει κι έμεινε ακίνητη απολαμβάνοντας το αεράκι που της ανακάτευε τα μαλλιά. Τούφες μαλλιών της έκοβαν την ορατότητα, αλλά αυτό την άφηνε αδιάφορη. Μερικές φορές ήταν καλύτερα να μην βλέπει.

Χαμογέλασε πικρά και συνέχισε τον δρόμο της. Θα τον συναντούσε σε λίγα λεπτά. Δεν μπορούσε να περιμένει ποτέ όταν ήταν να έρθει να την πάρει. Την έπιανε ανυπομονησία και αδημονία κι έβγαινε να τον συναντήσει για να μικρύνει τον χρόνο της αναμονής.
Της είχε ζητήσει να χωρίσουν. Όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί δεν μπορούσε πλέον να πιστέψει πως ο έρωτάς τους τους οδηγούσε την Εδέμ που είχαν ονειρευτεί. Η ίδια έβλεπε πάντα τον Παράδεισο της αγάπης τους κι όχι το φίδι. Ίσως γιατί άφηνε να πέφτουν τα μαλλιά μπροστά στο πρόσωπό της σκέφτηκε και χαμογέλασε ξανά.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της διακωμωδούσε αυτά που την πλήγωναν για να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει. Από την ώρα που ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ τους μέχρι την πρώτη φορά που της ζήτησε να χωρίσουν το εφάρμοζε και για όσα έμπαιναν ανάμεσά τους. Την δική του απόρριψη όμως δεν μπορούσε να την διακωμωδήσει. Έτσι ξεκίνησε.
Σήκωσε το αριστερό της χέρι με προσοχή και κοίταξε τα κομμάτια που λείπανε. Το δαχτυλίδι με την γαλάζια πέτρα ήταν ακόμα εκεί. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά της και κοίταξε με αμφιβολία τα αχνά σημάδια που ήταν στην θέση των ποδιών της. Έφερε με προσοχή το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της , ψηλάφησε τα όρια της τρύπας και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το μικρό δέντρο.
Σε λίγο θα τον έβλεπε. Προσπάθησε να κουνήσει τα φτερά της, αλλά ήταν μαδημένα , είχαν μείνει μόνο τα μισά και δεν ανταποκρινόταν παρά με μικρά τρεμουλιάσματα, που την έκαναν να πονάει. Είχαν πετάξει τόσες φορές μαζί και τώρα η ίδια δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει. Πήρε μια βαθειά ανάσα προσπαθώντας να κατανικήσει τον πανικό στην σκέψη ότι θα έμενε γαντζωμένη στην γη, ανήμπορη και διαλυμένη, ενώ αυτός θα άνοιγε τις δυνατές του φτερούγες.
Τον είδε να καταφτάνει κι ενώ μέσα της κυλούσαν ήδη δάκρυα, τα μάτια της παρέμειναν στεγνά. Δεν μπορούσε να κλάψει παρά μόνο στρέφοντας τα δάκρυα εκεί, στο αγαπημένο της δέντρο, για να το ποτίσει ξανά. Η ίδια μπορεί να διαλυόταν, αλλά το δέντρο θα έμενε για καιρό ακόμα ριζωμένο.
Είδε το αυτοκίνητο και τάχυνε το βήμα της. Μπήκε μέσα και τον κοίταξε ερευνητικά κάτω από τις βλεφαρίδες της. Έδειχνε κι αυτός αδύναμος, ενώ τα μεγαλοπρεπή φτερά του είχαν εξαφανιστεί. Θέλησε να τον χαϊδέψει και να του πει πως καταλαβαίνει τι αισθάνεται, αλλά μόλις πήγε να το απλώσει , ένα ακόμα κομμάτι έφυγε από την θέση του κι άρχισε να αιωρείται γύρω τους μέχρι που το πήρε ο αέρας. Αγνοώντας το ο Πάρις έβαλε μπρος και ξεκίνησε.
Ήθελε τόσο να του χαμογελάσει και να δει στα μάτια του τον ήλιο, που λίγο έλειψε να τα καταφέρει. Αλλά τότε ένα ακόμα κομμάτι υψώθηκε μεταξύ τους σαν λεπτό τσιγαρόχαρτο , που κάποιος του έβαλε φωτιά και υψώνεται ενώ καίγεται στον αέρα. Το χαμόγελο ξεγλίστρησε από το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε. Κοίταξε γύρω της ταραγμένη αρχίζοντας να αμφιβάλλει αν πραγματικά έμπαινε στο αυτοκίνητο παλιότερα χαμογελώντας, σφύζοντας από ζωή, μόνο στην ιδέα του βλέμματός του.
Άπλωσε δισταχτικά το αριστερό της χέρι προς το μέρος του. Ήθελε να νιώσει το δικό του χέρι να το σκεπάζει τρυφερά και να το σφίγγει μεταφέροντας όλη την ενέργεια του μ’ αυτό το άγγιγμα, περνώντας την αγάπη και την συνενοχή τους μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο που είχε. Το χέρι του δεν ήρθε να ανταμώσει το δικό της. Το κράτησε σφιχτά με το δεξί, χαράζοντας με τα νύχια της το δέρμα,τιμωρώντας το για την ορφάνια που ένιωθε, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο Πάρις άνοιξε διάπλατα και τα δύο παράθυρα και δυνάμωσε την μουσική. Της μιλούσε περιμένοντας τις απαντήσεις που μετά βίας ακουγόταν , ενώ οδηγούσε γρήγορα χωρίς να την κοιτάζει. Έτσι δεν είδε τα μικρά κομμάτια που στροβιλιζόταν βγαίνοντας από το παράθυρο, αυτό το περίεργο μαύρο κομφετί , που έπαιρνε την θέση της Φαίδρας.
Όταν σταμάτησε τελικά και κοίταξε δίπλα του, είδε στην θέση του συνοδηγού ένα μικρό δέντρο κι ανάμεσα στα κλαδιά του μπλεγμένο ένα δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα που λαμπύριζε στον ήλιο.

Η γεύση του έρωτα



        Η Έφη σιγουτραγουδούσε μαγειρεύοντας. Άνοιγε ντουλάπια, έβγαζε μπουκάλια και σακουλάκια, έκοβε λαχανικά, ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα το φαγητό, άνοιγε το ψυγείο βγάζοντας επιπλέον υλικά και σταματούσε για να δοκιμάσει το αποτέλεσμα.


Της άρεσε να μαγειρεύει, να δοκιμάζει, να πειραματίζεται, να ψάχνει συνταγές, να τροποποιεί , να βρίσκει δικές της αναλογίες. Χρησιμοποιούσε την φαντασία της χωρίς να διστάσει εμπιστευόμενη τις αισθήσεις της σαν οδηγό για το ταξίδι που θα την οδηγούσε στην ιδανική γεύση. Χρησιμοποιούσε σαν αρωγούς τις υπόλοιπες αισθήσεις φροντίζοντας να τις ικανοποιεί, όχι για να καλύψει, αλλά για να αναδείξει το περιεχόμενο.
Άκουγε συνέχεια μουσική όσο μαγείρευε, όσο σέρβιρε και την άλλαζε την ώρα που τοποθετούσε το φαγητό στο στρωμένο τραπέζι. Έπαιζε με τα μπαχαρικά, τα μυρωδικά, τα χόρτα, τα λαχανικά, ώστε η μυρωδιά να προσκαλεί πριν ακόμα αντικρίσει το αποτέλεσμα. Τα φαγητά της είχαν χρώμα, ζωγράφιζε σχέδια ταιριαστά όταν τα σέρβιρε, πρόσεχε τα πιάτα, το τραπεζομάντιλο, άναβε κεριά, γυάλιζε τα μαχαιροπίρουνα, ώστε η όραση να ικανοποιηθεί πριν δοκιμάσει την πρώτη μπουκιά. Φρόντιζε τα καθίσματα και το τραπέζι να είναι άνετα και πρόσφερε ζεστές φρυγανισμένες φέτες καλώντας την αφή να συμμετέχει. Κι ύστερα δοκίμαζε το αποτέλεσμα.
Χρόνια πολλά έψαχνε χωρίς ποτέ να καταλήξει σ’ αυτό που ξεκίνησε. Την μία και μοναδική γεύση που θα την έκανε δική της, που θα την χαρακτήριζε, που θα υπερίσχυε όλων, όμως κάθε φορά κάτι έλειπε. Είχε πλέον σαραντίσει όταν τελικά το πήρε απόφαση πως η τέλεια γεύση, αυτή η μοναδική, η ιδανική δεν υπήρχε ή η ίδια δεν είχε την ικανότητα να την ανακαλύψει.
Αν κι εξακολουθούσε να της αρέσει να μαγειρεύει, το έκανε πιότερο για να περιποιηθεί και να ικανοποιήσει αυτούς που αγαπούσε, παρά για να ικανοποιήσει αυτήν την περίεργη πείνα, αυτήν την προσμονή κι αυτήν την λαχτάρα για το άγνωστο ιδανικό. Τα φαγητά της δεν υπολείπονταν σε νοστιμιά, τους έλειπε όμως η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία. Είχε συμβιβαστεί.
Όταν γνώρισε τον Αποστόλη ξέχασε όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε, έβαλε τελεία στις μισοτελειωμένες συνταγές της κι αποφάσισε να τα δοκιμάσει όλα από την αρχή. Δεν την ένοιαζε πια το κυνήγι της ιδανικής γεύσης, γιατί όλα όσα δοκίμαζε μαζί του πλάταιναν τον ορίζοντα των αισθήσεων και την έκαναν να νιώθει γυναίκα και παιδί ταυτόχρονα.
Εκείνο το απόγευμα ανακάλυψε την Ιθάκη της. Είχαν μόλις κάνει έρωτα κι είχε γείρει επάνω της χαλαρός, εγκαταλειμμένος, γεμάτος από την αίσθηση πληρότητας που έφερνε η επαφή τους. Τα μάτια του ήταν κλειστά και τα χείλη του μισάνοιχτα ακόμα.
Η Έφη τον έσφιγγε ακόμα στην αγκαλιά της , ενώ προσπαθούσαν να βρουν κι οι δυο την ανάσα τους και να επαναφέρουν στην καρδιά τους κανονικούς της χτύπους. Άκουγε κι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει πάνω στο στήθος της, μετρούσε τους σφυγμούς του χώνοντας το κεφάλι της στην βάση του λαιμού του, ανάσαινε την μυρωδιά του γεμίζοντας λαίμαργα τα ρουθούνια της και σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει τα τυλιγμένα γύρω από την μέση του πόδια της.
Τον κοίταξε τρυφερά ενώ το χέρι της χάιδευε τους ώμους , τον αυχένα, το κεφάλι του. Της άρεσε αυτή η στιγμή όσο κι ο ίδιος ο έρωτας. Η στιγμή που ακόμα δεν ήταν σίγουρη που άρχιζε το δικό της σώμα και που τελείωνε το δικό του. Συντονισμένοι στο ένα του οργασμού τους, στο ένα του έρωτα, στο ένα της αγάπης, ήταν η στιγμή που μένανε μετέωροι στην μαγική αυτή ένωση, έκθαμβοι σαν παιδιά ακόμα και μετά από τόσους μήνες.
Ο Αποστόλης άνοιξε τα μάτια και της χαμογέλασε. Φίλησε τα χείλη της κι αυτή νιώθοντας το μουστάκι του να την τσιμπάει απαλά άνοιξε τα χείλη της να γευτεί και πάλι το φιλί του νιώθοντας την γλύκα της ηδονής ανάμεσα στα πόδια της. Της χάιδεψε τα ανακατεμένα μαλλιά πειράζοντάς την για την επίδραση του έρωτα, που έκανε την κόμη της να θυμίζει μπερδεμένο και φουντωμένο θάμνο.
Σηκώθηκε και έφερε ένα μεγάλο, παγωμένο μπουκάλι νερό, ενώ αυτήν τον περίμενε στο κρεβάτι τεντώνοντας το κορμί της σαν ευχαριστημένη και χορτασμένη γάτα. Ενώ εκείνη έπινε λαίμαργα το νερό άπλωσε το χέρι του κι έκλεψε τις σταγόνες που κύλισαν στο πιγούνι της και τις βοήθησε να κυλίσουν στο λαιμό και να φωλιάσουν ανάμεσα στα στήθη της. Την χάιδεψε τρυφερά και σταθερά ξέροντας πόσο της άρεσε και την ευχαριστούσε αυτή η μικρή ιεροτελεστία . Η Έφη χαμογέλασε νιώθοντας να παρατείνεται η επαφή και η συνενοχή τους.
Σηκώθηκε, ενώ αυτός απομακρυνόταν πνίγοντας έναν αναστεναγμό. Φόρεσε τα εσώρουχά της κι ενώ αυτός κοιτούσε αλλού, έγλυψε την άκρη από το μπράτσο της νιώθοντας την γεύση του ιδρώτα του, που είχε μπει μέσα στους πόρους της κι έγινε δικός της. Σκούπισε τα χείλη της με την γλώσσα της νιώθοντας την γεύση από τα σημεία του κορμιού του που μόλις πριν λίγο είχε φιλήσει. Έβαλε κλεφτά το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της και έφερε ένα ένα τα δάχτυλα στο στόμα της νιώθοντας την γεύση του οργασμού τους.
Σε λίγο έπρεπε να φύγει. Είχε αργήσει ήδη και το ήξεραν κι οι δυο. Θα περνούσαν ώρες μέχρι να βρεθούν και της έλειπε από τώρα, πριν ακόμα φύγει. Προσπάθησε να μην την τυλίξει η μελαγχολία του αποχωρισμού, που την πονούσε όσο μικρός ή μεγάλος κι αν ήταν. Ήξερε πως θα ήταν μαζί της, τον είχε παντού πάνω της και μέσα της. Κάτι όμως είχε αλλάξει αν και δεν είχε καταλάβει τι ήταν αυτό.
Κατάπιε το σάλιο της και ένιωσε να κυλάει μέσα της μαζί την γεύση του. Ταξίδευε στο κορμί της όσο εκείνη οδηγούσε. Ήταν εκεί όταν έφτασε στον προορισμό της. Η γεύση του, έντονη, δυνατή, κάλυπτε τα πάντα και νανούριζε το παράπονο. Αυτή η γεύση μάγεψε τις αισθήσεις της και γέμισε την ζωή της με την μοναδικότητά της. Χαμογέλασε νιώθοντας ανάλαφρη. Έψαχνε με λάθος τρόπο να βρει την ιδανική γεύση κι όταν παραιτήθηκε από την αναζήτηση, ήρθε αυτή να την συναντήσει. Η γεύση του έρωτα..


Το φεγγαροποτό




Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό βράδυ αν και τίποτα δεν το είχε προμηνύσει. Ο καιρός όλη μέρα ταλαντευόταν ανάμεσα στο καλοκαίρι και στον χειμώνα χωρίς να αποφασίζει ποιο να διαλέξει.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα μύριζε βροχή, ενώ όλη την μέρα γκρίζα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό κι ένα δροσερό αεράκι έκανε τους περαστικούς με τα κοντομάνικα να αναθεματίζουν που δεν πήραν τα μπουφάν τους. Μέχρι το βραδάκι τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί, ο αέρας είχε κοπάσει κι ένα φεγγάρι κίτρινο σαν φέτα λεμονιού βγήκε χαμηλά στον καθαρό ουρανό.
Η Στέλλα το κοίταξε χαμογελώντας. Ήθελε να απλώσει το χέρι της , να το αρπάξει και να το ρίξει μέσα στην σκέτη βότκα που έπινε καθισμένη στο μπαλκόνι του σπιτιού της. Το χαμόγελό της πλάτυνε στην σκέψη . Ναι, ένα φεγγαροποτό θα ήταν το ιδανικό γι’ αυτήν την μέρα, ένα φεγγαράκι ξαπλωμένο στο ποτήρι της σίγουρα θα έδινε άλλη γεύση στην πίκρα του ποτού και των τσιγάρων.
Άπλωσε το χέρι της κι αντί για το φεγγάρι έπιασε το κινητό της. Κάλεσε τον Αστέριο χωρίς να το σκεφτεί, θέλοντας να μοιραστεί όπως συνήθιζε την μικρή χαρά της στιγμής, να σερβίρει ένα χαμόγελο βουτηγμένο στη ζάλη του φεγγαριού.
Ακούγοντας τον ήχο της κλήσης άρχισε μηχανικά να μετράει «ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε..» . Κάθε κουδούνισμα έσβηνε κάτι από το χαμόγελο και το φως που έλαμπε στο πρόσωπό της. Το τηλέφωνο παραδόθηκε κλείνοντας την γραμμή κι ίδια ζάρωσε ξεφουσκώνοντας στην καρέκλα σαν μπαλόνι που μόλις είχε βγει όλος ο αέρας από μέσα του.
Έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε ακίνητη ενώ η καύτρα του τσιγάρου της έκαιγε τα δάχτυλα. Άνοιξε τα δάχτυλα και την παρακολούθησε νοερά να πέφτει στο ξέχειλο τασάκι. Είχαν περάσει περισσότερους μήνες χώρια παρά μαζί κι αυτή πεισματικά εξακολουθούσε να ελπίζει και να μην βλέπει πως αυτός ζούσε σε άλλο παραμύθι .
Γι’ αυτήν τα προβλήματα ήταν ένα βουνό που έπρεπε να σκαρφαλώσουν για μπορέσουν να βρεθούν από την άλλη πλευρά , ενώ γι’ αυτόν ήταν ένα εμπόδιο που δεν μπορούσε να παραμεριστεί και η άλλη πλευρά αφού δεν ήταν ορατή , απλά δεν υπήρχε.
Αναστέναξε κι άνοιξε τα μάτια της. Έμεινε για μια στιγμή μετέωρη να ακούει τα δάκρυά της που έσταζαν μέσα στο ποτήρι με την βότκα. Το σήκωσε και ήπιε μονοκοπανιά το μπερδεμένο ποτό. Χαμογέλασε και πάλι αλλά το χαμόγελο είχε την πίκρα της επίγνωσης.
Μπήκε στην κουζίνα και γέμισε ένα μπωλ με παγάκια, πήρε από το σαλόνι το μπουκάλι της βότκας , το έβαλε παραμάσχαλα, πήρε το netbook κι έτσι φορτωμένη βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Τα άφησε στο τραπέζι κι ανέβασε την τέντα για να βλέπει το λεμονοφέγγαρο.
Αστέρι την φώναζε ο Αστέριος και γυρνούσαν κι οι δυο όταν κάποιος μιλούσε για αστέρια. Τα αστέρια τους συνόδευαν από την αρχή της σχέσης τους, ήταν η αφορμή για την πρώτη τους συζήτηση και στην συνέχεια τα έβλεπαν ο ένας στα μάτια του άλλου.
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ανταμώσουν δυο αστέρια; Ξέρεις πόσα έτη φωτός τα χωρίζουν; Ξέρεις ότι θα ήταν καταστροφικό αν τελικά τα κατάφερναν;» την ρωτούσε αυτός ενώ της χάιδευε τα μαλλιά. Κι εκείνη ακουμπισμένη στο στήθος του, απλά ανάσαινε και χαμογελούσε. «Ξέρω πως είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό» του έλεγε παιχνιδιάρικα και σήκωνε το κεφάλι της για να τον φιλήσει.
Ίσως έπρεπε να τον ακούσει πιο προσεχτικά τότε. Ίσως δεν έπρεπε να είναι τόσο αισιόδοξη, αλλά υπάρχει έρωτας που να μην ονειρεύεται, υπάρχει έρωτας χωρίς το όραμα της τέλειας ένωσης, υπάρχει έρωτας που αμφιβάλλει για τον έρωτα; Τώρα ήξερε την απάντηση. Υπήρχε ο δικός του έρωτας…
«Είναι τόσο εύκολο να σ’ αγαπήσει κανείς αστέρι μου» της είπε. «Δίνεσαι τόσο απόλυτα, ρίχνεις όλο σου το φως σ’ αυτόν που αγαπάς, τον κάνεις να αισθάνεται πως είναι ο ήλιος της ζωής σου». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο με τα ακροδάχτυλά του. «Όμως είναι τόσο δύσκολο να μείνει κανείς μαζί σου. Τραβάς με τόση δύναμη κοντά σου αυτόν που αγαπάς, ώστε συνθλίβεται από την βαρύτητα της ίδιας της έλξης. Πρέπει να βρεθείς σε άλλους ουρανούς».
Η Στέλλα δεν μίλησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι που ξαπλώνανε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Κοίταξε τον έναστρο ουρανό και γύρισε προς τον Αστέριο χαμογελώντας. «Δεν υπάρχει άλλος ουρανός που να μας σκεπάζει. Ο ίδιος είναι από όποια χώρα της γης κι αν τον αντικρίσεις. Τα αστέρια μας ακόμα λάμπουν στο στερέωμα, το φως τους φτάνει γλυκό ως εμάς και νύχτες ασέληνες σαν κι αυτή, φωτίζουν πιότερο από το φεγγάρι».
Ο Αστέριος σηκώθηκε και την αγκάλιασε γυρνώντας την ξανά προς το παράθυρο. «Υπάρχουν άστρα που το φως τους φτάνει ως εμάς σαν ψευδαίσθηση, γιατί έχουν καιρό που έχουν πεθάνει. Εμείς αργούμε να το καταλάβουμε γιατί ο θάνατος ταξιδεύει πιο αργά από το φως. Σ’ αγαπώ αλλά το όνειρο έχει πεθάνει». Την φίλησε απαλά στην βάση του λαιμού της και καθώς ένιωσε το κορμί της να τρέμει την γύρισε προς το μέρος του.
Την οδήγησε πίσω στο κρεβάτι του έρωτα και την κράτησε σφιχτά μέχρι να σταματήσουν οι λυγμοί που την τράνταζαν. Δεν μίλησε κανένας από τους δυο και μείνανε ακίνητοι σ’ αυτήν την αγκαλιά προσπαθώντας να επεκτείνουν τον χρόνο και να ταξιδέψουν μαζί στο όνειρο για ένα ακόμα βράδυ.
Είχαν περάσει δυο εβδομάδες από εκείνη την βραδιά κι η Στέλλα δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει πως αυτός ο έρωτας που φώτισε όλο της το είναι, που γέμισε αστερόσκονη τα όνειρά της, που την ανέβασε στους ουρανούς, είχε μόνο μια ανάσα ζωής, όταν τον περίμεναν τόσα χρόνια ακόμα μπροστά του, τόσες στιγμές που δεν ζήσανε, τόσα πράγματα που δεν μοιραστήκανε.
Ήπιε την δεύτερη βότκα κι άνοιξε το netbook. Πάντα πίστευε πως το αλκοόλ είναι κακός σύντροφος όταν είσαι μόνος, αλλά σήμερα ήθελε να ναρκώσει λίγο το μυαλό της.  Σκόπευε να του γράψει ένα σύντομο μήνυμα, αλλά λίγο η βότκα , λίγο το φεγγάρι, λίγο η δίψα της γι’ αυτόν, γέμισαν γραμμές και συναισθήματα που δεν τελείωναν.
«Η δεύτερη βότκα τελείωσε κιόλας. Δεν περίμενα ότι θα μπορούσα να την πιω, αλλά τελικά ήταν λίγη. Εκείνη που δεν είναι λίγη, είναι η αγάπη. Ή εγώ είμαι λιτοδίαιτη. Η ορθολογιστική άποψη για τον έρωτα λέει πως παίρνεις δυο ανάγκες και βγάζεις από το καπέλο του μάγου μια ουτοπία. Εγώ λέω πως παίρνεις δύο ανάγκες και την κάνεις μία. Γι’ αυτήν την ανάγκη θα σου γράψω..» πληκτρολογούσε χωρίς να σκέφτεται και σταματούσε για να πιει μια ακόμα γουλιά, να πάρει μια ακόμα τζούρα και συνέχιζε.
Η τρίτη βότκα στο ποτήρι της άδειαζε. Έστειλε το μπερδεμένο μήνυμα και κοίταξε εναλλάξ το φεγγάρι, το ποτήρι και το κινητό της. Σήκωσε το κινητό και τον κάλεσε. Κράτησε την ανάσα της ενώ μετρούσε πάλι μηχανικά. Όταν άκουσε την φωνή του η καρδιά της χοροπήδησε στο στήθος της και το μόνο που κατόρθωσε να του πει ήταν «Έλα. Σήμερα. Τώρα. Σ’ έχω ανάγκη».
Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει την απάντησή του.  Πήρε μια βαθειά ανάσα, έφτιαξε μηχανικά τα μαλλιά της και σήκωσε το κεφάλι της να αντικρίσει το φεγγάρι. Το φεγγάρι δεν ήταν πια στην θέση του. Κοίταξε ξανά τον άδειο ουρανό με απορία ενώ φαντάστηκε πως ήταν κάποια περίεργη παρενέργεια της βότκας.
Κοίταξε μισογεμάτο ποτήρι στο τραπέζι κι είδε μια φέτα λεμόνι μέσα που δεν θυμόταν να έχει βάλει. Ξανακοίταξε προσεχτικά και χαμογέλασε. Το φεγγαροποτό της ήταν έτοιμο. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι άρχισε να γελάει.
Ήταν ήδη μπροστά στην πόρτα όταν χτύπησε το κουδούνι…

Το πλατανόφυλλο






Τον άκουσε να σηκώνεται βαρυγκωμώντας από το κρεβάτι και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της. Τις περισσότερες φορές αυτό ήταν πολύ εύκολο. Συνήθιζε να σηκώνεται αμέσως μόλις ξυπνούσε χωρίς να καθυστερεί και χωρίς να χουζουρεύει στο κρεβάτι. Εδώ και χρόνια δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει, αλλά ακόμα κι όταν μπορούσε, ακόμα και στις διακοπές σηκωνόταν αμέσως, λες και την κυνηγούσαν. Σήμερα όμως, ένιωθε πως δεν μπορούσε.
Απάντησε στην ερώτησή του και κουλουριάστηκε πάλι στην θέση της. Ήταν τόσο κουρασμένη όμως ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί. Αλλά δεν σηκώθηκε. Ένα περίεργο πείσμα την κρατούσε καρφωμένη στο κρεβάτι, ένα παράπονο κι ένα ανάθεμα. Ήξερε πως η αντίδρασή της ήταν παιδιάστικη, αλλά δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει Όχι ακόμα.
Είχε καταντήσει αλαφροΐσκιωτη στον ύπνο και στον ξύπνιο της. Φοβόταν τόσο την σκιά που είχε πέσει πάνω στην αγάπη τους, που είχε τελματώσει. Για πρώτη φορά από τότε που της ζήτησε να χωρίσουν, δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να το αποτρέψει αυτό. Αυτή που φημιζόταν για την αστείρευτη ενέργεια και την αισιοδοξία, την υπομονή και επιμονή, το πείσμα και την υπερηφάνεια της, τα είχε εξαντλήσει όλα μέσα σε λίγους μήνες . Τώρα που αυτά τα χαρακτηριστικά της , της ήταν τόσο απαραίτητα, δεν είχε πουθενά να στηριχτεί και να στηρίξει τον εαυτό της.
Το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει μέχρι αργά ξύπνια, καθισμένη για ώρες μπροστά στο παράθυρο, αναλογιζόμενη, προσπαθώντας να βρει τρόπο να τον πλησιάσει ξανά, να βρει την κερκόπορτα που είχε ανοίξει παλιά γι’ αυτήν , αλλά δεν μπορούσε ούτε να την δει. Τότε , την είχε ανοίξει αυτός , επειδή ήθελε να αλωθεί, είχε ρίξει με χαρά τα τείχη της καρδιάς του για να την αφήσει να μπει μέσα. Όταν έχασε την πίστη του στην αγάπη τους, την έκλεισε και την διπλοκλείδωσε πετώντας το κλειδί κάπου ανάμεσά τους. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος κατόρθωσαν να το φτάσουν.
Όταν λίγο αργότερα της ζήτησε να χωριστούν και όχι να χωρίσουν, είδε τον εφιάλτη όλων αυτών των μηνών να γίνεται πραγματικότητα Δεν είχε το κουράγιο να πολεμήσει αυτήν την φορά. Όχι γιατί πίστευε λιγότερο σ’ αυτόν τον έρωτα, ούτε γιατί τον αγαπούσε λιγότερο, αλλά ήταν απίστευτα κουρασμένη κι είχε ήδη εξαντλήσει όλους τους τρόπους για να τον κρατήσει κοντά της. Το μόνο που είχε μείνει ήταν να τον αφήσει να φύγει.
Όταν της ζήτησε να ντυθεί για να πάνε μια βόλτα, υπάκουσε μηχανικά χωρίς να ρωτήσει που θα πάνε ή γιατί. Όταν αργότερα έμαθε τον προορισμό τους ένιωσε μια γλυκόπικρη αίσθηση να την πλημμυρίζει. Πήγαιναν να συναντήσουν τον ονειρότοπό του και να αντιμετωπίσουν το χθες και το σήμερα . Προσευχήθηκε χαμηλόφωνα κοιτώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα άσπρα σύννεφα που στόλιζαν τον ουρανό χωρίς να κρύβουν τον ήλιο.
Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει στον σκυθρωπό άντρα δίπλα της, που οδηγούσε χωρίς να την κοιτάει. Ήξερε πως την έβλεπε μπροστά του με τα μάτια της ψυχής του κι ας μην την άγγιξε με το βλέμμα του. Το τραγούδι που έπαιζε στο ράδιο ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. Η κλεψύδρα, σύμβολο του κλεμμένου χρόνου για να ζεις με την καρδιά σου όσα η λογική σου απορρίπτει, η μαγική κλεψύδρα της που στον χρόνο της αντάμωσαν, την έκανε να τραγουδήσει.
“..Το όνειρο δεν αφήνω κι ας κοστίζει ακριβά..” μουρμούρισε στην αρχή μέσα από τα δόντια της για να τραγουδήσει δυνατά στην συνέχεια αδιαφορώντας για την φάλτσα φωνή της, αδιαφορώντας μετά από καιρό για τις ατέλειες και τις αδυναμίες της. Λίγο καιρό πριν ξεκινήσει η σχέση τους , είχε πετάξει όλα της τα ονειροκαράβια στην θάλασσα της ζωής για να δει ποια θα επιπλεύσουν. Είχε υποσχεθεί πως στο επόμενο καράβι θα ήταν μέσα. Όταν την κάλεσε στον μαγικό ταξίδι του έρωτα, δεν δίστασε να επιβιβαστεί στο όνειρο.
Χαμογέλασε πλατιά ενώ άπλωσε το χέρι της να του χαϊδέψει απαλά τον σβέρκο, όπως συνήθιζε να κάνει εδώ και τόσους μήνες. Δεν μπορούσε να παραιτηθεί χωρίς να έχει δώσει τα πάντα για να σώσει το καράβι που φαινόταν να βολοδέρνει ακυβέρνητο στα κύματα της απραξίας, ούτε να το αφήσει να πέσει στους ύφαλους του παρελθόντος ενώ ο φάρος της αγάπης έριχνε άπλετο το φως του.
Όταν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο κι άρχισαν να περπατούν δίπλα στα πλατάνια ψάχνοντας τα ίχνη από το ρυάκι που κάποτε κυλούσε από εκεί κι είδε πως εκείνος έψαχνε αυτό που έλειπε από τον ονειρότοπο κι όχι αυτό που υπήρχε, ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά. Η ματιά της έπεσε στα πεσμένα πλατανόφυλλα και χαμογέλασε για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα.
Αυτό το χαλί με το καφέ , κόκκινο και χρυσαφί χρώμα την καλούσε να χορέψει πάνω του. Πάτησε διστακτικά στην αρχή ακούγοντας τον θόρυβο των φύλλων που σπάνε , κλώτσησε μερικά για να τα δει να ανακατεύουν το χρώμα τους και συνέχισε μέχρι που έφτασε στην άκρη του πολύχρωμου χαλιού μέχρι να συναντήσει το επόμενο.
Κάθισαν κάποια στιγμή ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς να μιλάνε για λίγη ώρα. Ο αέρας που περνούσε ανάμεσα στα φύλλα της ψιθύρισε το παλιό μυστικό. Κοίταξε με αγάπη τον άντρα δίπλα της που πονούσε σιωπηλά κι έσκυψε να τον φιλήσει. Καθώς τραβήχτηκε ένιωσε να πέφτει επάνω της κάτι ελαφρύ σαν διακριτικό χάδι.
Ήταν ένα χρυσοκάστανο φύλλο που ήρθε σαν δώρο στην αγκαλιά της. Το κράτησε στα χέρια της τρυφερά όπως είχε κρατήσει και όλες τις όμορφες στιγμές τους , έτσι όπως την είχε κρατήσει κι αυτός όταν έπεσε στην αγκαλιά του κι ένιωσε ευτυχισμένη με έναν ιδιαίτερο και βαθύ τρόπο, με τον τρόπο που αυτός ο έρωτας της είχε μάθει.
Έφυγε παίρνοντας μαζί της το πλατανόφυλλο…

Η γυάλινη σφαίρα



Ένα απόγευμα, μετά που είχανε κάνει έρωτα , έτσι όπως μάθαιναν ο ένας μέσα από τον άλλο να κάνουν, έτσι όπως κι οι δυο σαν παρθένοι ανακάλυπταν για πρώτη φορά παρά τα χρόνια και τις εμπειρίες που τους βάραιναν , η Φαίη του είχε πει πως ο κόσμος της όλος συρρικνώθηκε κι έγινε μια μικρή γυάλινη σφαίρα που χωρούσε μόνο αυτούς τους δύο.
Εννέα μήνες μετά , παρά τα όσο είχαν μεσολαβήσει ο γυάλινη σφαίρα παρέμενε άθικτη, όχι όμως και οι ίδιοι ή για να είμαι ακριβής είχαν μείνει οι ίδιοι αλλά με τόσες πληγές ανοιχτές που η αγάπη, ο έρωτας και η φιλία τους έμοιαζε να μην αρκεί πια. Έτσι της είχε πει. Πως η γυάλινη σφαίρα δεν αρκεί για να χωρέσει αυτούς τους δύο.
Μέχρι που της ζήτησε να χωρίσουν, η Φαίη θεωρούσε τις διαφωνίες και τις διαμάχες, τις κόντρες και τις μικρές αψιμαχίες τους, σημάδι πως η σχέση τους ήταν υγιής. Πίστευε πως κάτω από την επιφάνεια ήταν οι ίδιοι, πως οι διαφορές τους ήταν το σημείο που ένωναν τις συμφωνίες τους, που κάλυπταν ο ένας τον άλλο, σεβόμενοι την ιδιαιτερότητα ο ένας του άλλου. Όπως είχαν υποσχεθεί και δεσμευτεί να κάνουν.
Ο Πάρις, ο σκοτεινός της ιππότης, δεν είχε την ίδια άποψη. Οι διαφωνίες τους τον κούραζαν, οι αψιμαχίες τους τον εκνεύριζαν, οι κόντρες τους επιβεβαίωναν πως δεν ταίριαζαν τελικά μαζί, απογοητευόταν. Έδινε μόνος του τις μάχες για να κερδίσουν την Εδέμ που είχαν κι οι δυο ονειρευτεί, πάλευε με ανεμόμυλους έξω από την σφαίρα, έξω από αυτούς, ξεχνώντας να κοιτάξει πίσω και μέσα σ’ αυτήν, ξεχνώντας την Θάλεια και τον έρωτά τους, ξεχνώντας γιατί άρχισε να παλεύει.
Όταν κάποια στιγμή κάθισε ξέπνοος να ξεκουραστεί, είδε πως ο ίδιος ήταν σκονισμένος, γεμάτος ξεραμένα αίματα, πληγωμένος και τελικά μόνος. Γύρω του ήταν ερημιά, έβλεπε μόνο ένα μαραμένο δέντρο, ο ουρανός ήταν μαύρος κι η γεύση στο στόμα του πικρή. Έψαξε τότε να βρει που ήταν η γυναίκα που τόσο είχε αγαπήσει, που ήθελε να της δωρίσει τον κόσμο, που ήθελε να πετάξει μαζί της στα αστέρια. Είδε την γυάλινη σφαίρα και θυμήθηκε τι είχε συμβεί. Πλησίασε κουτσαίνοντας κοντά της και φώναξε την Φαίη.
Η Φαίη δεν τον άκουσε. Ούτε τον είδε. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην αρχή. Ο Πάρις καθάρισε με την άκρη από το μανίκι του ένα κομμάτι από την γυάλινη σφαίρα, παρατηρώντας πως ήταν σκεπασμένη με ξεραμένο αίμα, σκόνη και μικρές διάφανες πετρούλες σαν κρυστάλλινα δάκρυα. Είδε το πράσινο λιβάδι, το ανθισμένο δέντρο, τον καταγάλανο ουρανό κι ένιωσε σαν εξόριστος. Το κόκκινο φόρεμα της Φαίης ανέμιζε ενώ εκείνη προχωρούσε σιγά προς το μέρος του φωνάζοντας κάτι , που δεν μπορούσε να ακούσει.
Προσπάθησε να θυμηθεί που ήταν η είσοδος, αλλά δεν τα κατάφερε. Πήρε μια βαριά πέτρα κι άρχισε να χτυπάει με μανία την σφαίρα. Μετά από ώρα είδε πως δεν είχε καν ραγίσει και πως η Φαίη τον κοιτούσε έκπληκτη, καθώς μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν χορεύοντας γύρω της σκεπάζοντας τα πάντα. Αυτή έμεινε ακίνητη να τον κοιτά σηκώνοντας τα χέρια σαν παιδί που ζητούσε αγκαλιά, ενώ το χιόνι την τύλιγε.
Ένιωσε κάτω από τα χέρια του την σφαίρα να παγώνει. Άκουσε το θόρυβο που έκανε το γυαλί στην πρώτη χαραγματιά. Είδε τον τρόμο στα μάτια της, όταν κόλλησε τα χέρια της με απόγνωση στο ραγισμένο γυαλί. Το κρύο έμπαινε τώρα και μέσα του καθιστώντας τον ανήμπορο να αντιδράσει, κάνοντάς τον έναν απλό θεατή της καταστροφής. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η γυάλινη σφαίρα είχε εξαφανιστεί.
Η Φαίη στεκόταν μπροστά του γεμάτη από τα θραύσματα, κόκκινη από το αίμα όπως το φόρεμά της, παράξενα ανέκφραστη, παράξενα σιωπηλή, παράξενα ακίνητη. Δεν ήξερε αν ήθελε να πλησιάσει αυτήν την γυναίκα που φαινόταν τόσο ξένη και τόσο οικεία ταυτόχρονα, αυτήν την γυναίκα που ακόμα άπλωνε τα χέρια της προς το μέρος του σαν άγαλμα ξεχασμένο από τον χρόνο.
«Γιατί δεν με ακολούθησες» της φώναξε γεμάτος θυμό και πόνο. «Γιατί δεν ήρθες μαζί μου; Γιατί δεν εγκατέλειψες αυτήν την ηλίθια γυάλινη σφαίρα πριν καταστρέψει κι εσένα κι εμένα; Δες πόσο εύκολα έσπασε, δες που καταντήσαμε!».Άπλωσε το χέρι του κι έβγαλε ένα γυαλί προσεκτικά χωρίς να την κοιτάξει.
Η Φαίη άρχισε να τρέμει. Άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα άσπρα μαλλιά, γεμάτα από το χιόνι της καρδιάς του. Όπου ακουμπούσε το χέρι της , το χιόνι έλιωνε για να εμφανιστεί μετά από λίγο ξανά. Αναστέναξε κι έκατσε δίπλα του κοιτώντας τα υπολείμματα της γυάλινης σφαίρας.
«Σε περίμενα. Προσπάθησα να κρατήσω τον κόσμο μας άθικτο, την αγάπη ανέπαφη, τον έρωτα ζωντανό, την φιλία ανθισμένη. Όμως, έχεις δίκιο. Έπρεπε ή να έρθω εγώ μαζί σου ή να μείνεις εσύ μαζί μου στην γυάλινη σφαίρα. Εσύ δεν μπόρεσες να συνεχίσεις να πολεμάς μόνος, γιατί η νίκη χάνει το νόημά της όταν δεν έχεις με ποιον να την μοιραστείς κι η ήττα είναι αβάσταχτη.
Εγώ από την άλλη προσπαθούσα να σώσω τον μικρόκοσμό μας μένοντας εδώ και παλεύοντας να τον κρατήσω μέσα στην γυάλινη σφαίρα. Η αγάπη όμως δεν χρειάζεται θερμοκήπιο, αλλά καθαρό αέρα για να επιζήσει και πρέπει να είναι ικανή να αντέξει σε όλες τις συνθήκες και να δυναμώσει απ’ αυτές.»
Αγκαλιάστηκαν με πάθος γλύφοντας ο ένας τις πληγές του άλλου, νιώθοντας την γεύση του πόνου που πέρασε ο καθένας του σαν δική τους, σαν πικρή ανταμοιβή για τον χαμένο χρόνο. Κάνανε έρωτα σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά νιώθοντας πως τίποτα δεν είχε αλλάξει και πως ταυτόχρονα όλα ήταν διαφορετικά. Δεν ξέρανε ακόμα πιο δρόμο θα ακολουθούσαν. Δεν ξέρανε ακόμα πως θα γιατρεύανε τις ανοιχτές πληγές. Μιλούσαν όμως πάλι στον πληθυντικό κι αυτό τα έλεγε όλα.
Σηκώθηκαν από το μουσκεμένο από τα υγρά του έρωτά τους έδαφος και χαμογέλασαν. «Που πάμε;» ρώτησε ο Πάρις σφίγγοντας το χέρι της Φαίης. «Σε μας» απάντησε αυτή κι έσκυψε παίρνοντας κάτι από το έδαφος με το ελεύθερο χέρι της. Το σήκωσε ψηλά για να το δει. Ήταν μια μικρή γυάλινη σφαίρα. Κι όπως έπεσαν οι ακτίνες του ήλιου πάνω της είδαν καθαρά την αντανάκλαση από το χαμόγελό τους. Την πέταξε ψηλά γελώντας και έφυγαν με τα χέρια τους δεμένα σφιχτά χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους.

Το φιλί της βροχής


Υπάρχουν πράγματα που σηματοδοτούν την απαρχή μιας σχέσης πριν τα αντιληφθούμε, πριν καταλάβουμε που οδηγούνε , πριν ακόμα υπάρξει η ίδια η σχέση ή αλλάξει μορφή.
Στην περίπτωσή τους ήταν η βροχή. Ή για να γίνω πιο συγκεκριμένη, η συζήτηση για την βροχή . Η διήγηση του χορού της Φαίης και η φαντασίωση του Πάρη γι’ αυτήν, οριοθέτησε την αρχή μιας σχέσης γεμάτης πάθος, έρωτα και διαμάχες, που άλλες φορές ήταν ψιλοβρόχι, άλλες γλυκές σαν καλοκαιρινή βροχή κι άλλες νεροποντή.
Ό,τι κι αν γινόταν μεταξύ τους, όταν βλέπανε τα μαύρα σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό, σκεφτόταν αντανακλαστικά σχεδόν, ο ένας τον άλλο. Στην αρχή με λαχτάρα, στην συνέχεια με πόθο τρελό, στην πορεία με το χαμόγελο της υπόσχεσης , τον τελευταίο καιρό με νοσταλγία και μερικές φορές με πόνο.
Ήθελε τόσο να χορέψει μπροστά του στην βροχή. Σαν μια άλλη Σαλώμη να πετάξει αργά ένα ένα και τα εφτά πέπλα και να μείνει γυμνή , υγρή, ρευστή, βρεγμένη, μόνο γι’ αυτόν, μόνο μέσα απ’ αυτόν, με μόνη μουσική τον ήχο της βροχής, της δικής τους βροχής. Δεν τα είχε ακόμα καταφέρει. Τόσους μήνες μετά ακόμα περίμενε την ευκαιρία που ολοένα έδειχνε να ξεμακραίνει.
Είχαν πει χαριτολογώντας κάποτε πως ίσως έπρεπε να μετακομίσουν σε άλλη χώρα που οι ηλιόλουστες μέρες είναι λιγότερες, να γίνουν κάτοικοι Αγγλίας, να χαίρονται κάθε μέρα αυτήν την επαφή. Δεν έφυγαν ποτέ μαζί ούτε έξω από την πόλη τους, αλλά είχαν ταξιδέψει παντού τις υπέροχες βροχερές μέρες.
Και σήμερα έβρεξε. Της είχε μόλις πει πως είχε αργήσει και πως έπρεπε να φύγει, όταν ξεκίνησε να βρέχει δυνατά. Έψαξε να βρει την αναγνώριση στα μάτια του, αλλά είδε μόνο την ανησυχία του μην βραχεί. Της φάνηκε στην αρχή αστείο. Και μετά τραγικό. Ήταν ήδη βρεγμένη. Έφτανε να βρεθεί κοντά του για να μην την εγκαταλείπει στιγμή αυτή η αίσθηση. Αλλά όπως είπε κι αυτός, είχε αργήσει.
Όταν κατέβηκε κάτω έβρεχε καταρρακτωδώς. Πήγε μέχρι το αυτοκίνητο κι έμεινε το χέρι μετέωρο και τα κλειδιά στο χέρι , ενώ η βροχή την μαστίγωνε αλύπητα. Έβαλε τα κλειδιά πίσω στην τσάντα κι άπλωσε δισταχτικά τα χέρια. Δοκίμασε μια στροφή και σταμάτησε. Κοίταξε προς τα επάνω, κοίταξε προς την κλειστή πόρτα και κατέβασε τα χέρια της. Περπάτησε δισταχτικά και μετά άρχισε να στροβιλίζεται, ενώ τα δάκρυά της μπερδευόταν με την βροχή. Έμεινε για μια στιγμή , όσο μια αιωνιότητα ακίνητη και κοίταξε πάλι πίσω της.
Δεν μπορούσε να χορέψει χωρίς αυτόν να την περιμένει. Δεν μπορούσε να χαρεί χωρίς αυτόν να είναι κάτω από το υπόστεγο να την παρακολουθεί. Δεν μπορούσε να τον ξεχωρίσει πλέον από την βροχή, όπως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον εαυτό της από αυτόν. Ανέβηκε ξανά επάνω ορμητικά. Έφτασε έξω από την πόρτα του και ζωγράφισε ένα «σ’ αγαπώ» με τα βρεγμένα της δάχτυλα. Δεν τόλμησε όμως να χτυπήσει την πόρτα.
Το κινητό της που χτύπησε την έφερε στην πραγματικότητα. Με τρεμάμενα χέρια έβγαλε το αγαπημένο της μπλοκάκι κι έγραψε κάτι βιαστικά. Το έβαλε κάτω από την πόρτα και σηκώθηκε να φύγει με αργά βήματα παραπαίοντας, ενώ παρατηρούσε τα υγρά σημάδια στον διάδρομο. Τα σημάδια που την έφεραν ξανά εκεί.
Όταν βρέθηκε κοντά της έξω στην βροχή, με εκείνο το βλέμμα που τόσες φορές την είχε μαγέψει, δεν μπορούσε παρά να τον ακολουθήσει. Δεν θα μπορούσε παρά να παραδοθεί όταν την έπιασε από το χέρι. Όταν την έσφιξε στην αγκαλιά του, έτσι βρεγμένη δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει τα μάτια της. Όταν την φίλησε δεν θα μπορούσε παρά να νιώσει πως επιστρέφει σπίτι. Τον άφησε να την οδηγήσει σαν παιδί, να την ξεντύσει, να την σκουπίσει, να την περιποιηθεί.
Μπήκε μέσα της με το ίδιο πάθος, που δεν τους είχε στιγμή εγκαταλείψει. Την οδήγησε όπως από την πρώτη μέρα στον μαγικό κόσμο, που έγινε γυναίκα μαζί μ’ αυτόν, μέσα από αυτόν, μέσα από την δική του βροχή. Άκουγε διψασμένη τα λόγια που της ψιθύριζε όσο κάνανε έρωτα. Άνοιξε ξανά σαν διψασμένο λουλούδι με κάθε ψίθυρο, με κάθε χάδι, με κάθε κίνηση, περιμένοντας αυτόν , την βροχή και την ζωή,  που πάντα της έδινε.
Με ορθάνοιχτη την μήτρα, την καρδιά και την ψυχή τον περίμενε, όπως ένιωθε πως την περίμενε κι αυτός, με την γνώση και την γεύση των ικανοποιημένων εραστών. Ένιωσε να συγκλονίζεται ξανά όταν ήρθε η βροχή μέσα της, καυτή βροχή, που γέμισε όλη την ύπαρξη και ένιωσε να ξεχειλίζει από τα μάτια της , όταν τον ακολούθησε. Τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της θέλοντας όπως κάθε φορά , να επεκτείνει αυτήν την αίσθηση, αυτό το συναίσθημα, αυτή την ρωγμή στον χρόνο, που τους ένωνε σαν ομφάλιος λώρος.
Πάντα την πονούσε όταν έπρεπε να αποχωριστούν μετά. Σαν κάποιος βίαια όχι απλά να έκοβε τον ομφάλιο λώρο που τους ένωνε, αλλά να τον ξερίζωνε.  Προσπαθούσε να τον κρατήσει όσο μπορούσε περισσότερο μέσα της μετά. Κι όταν χαλάρωναν κι οι δυο, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την απώλεια γελώντας. Κατάλαβε ότι σήμερα δεν θα μπορούσε να γελάσει. Κι ένιωσε να στεγνώνει.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει. Το ίδιο κι η καρδιά της. Δεν ήξερε τι να κάνει για να κρατήσει την βροχή μέσα της. Δεν ήξερε πώς να του πει τι σήμαινε να ζει κανείς αποστεωμένος από αυτή την αίσθηση που μόνο αυτός μπορούσε να ξυπνάει μέσα της- πως ανήκει κάπου, πως έχει σπίτι, πως έχει πατρίδα, πως έχει λιμάνι και απάγκιο. Οι λέξεις γρατζούνισαν τον στεγνό της λαιμό.
Ήπιε λαίμαργα νερό, ήπιε ξανά και ξανά χωρίς να ξεδιψάσει.Κοίταξε με ελπίδα και παράπονο τον ουρανό. Τα σύννεφα της βροχής ήταν ακόμα εκεί...

Το δηλητήριο


Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να αντιδράσει έτσι. Μάλλον η δική του αντίδραση στο τηλεφώνημα που είχε προηγηθεί κι ότι η απάντησή του δεν κάλυπτε τίποτα εκτός από το κενό.
Ακολούθησε, όπως έκανε εδώ και δύο μήνες, την απόφασή του να ξαπλώσουνε να κοιμηθούνε ενώ η ίδια ένιωθε τα σύννεφα να σκιάζουν τον ήδη μαύρο ουρανό της σχέσης τους. Δεν μπορούσε όμως να σπάσει το τείχος που σήκωνε ανάμεσά τους. Και δεν μπορούσε να κρύψει πόσο την πονούσε αυτό.
Το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί. Η ίδια φωνή που είχε στοιχειώσει τους εφιάλτες των τελευταίων μηνών, ακούστηκε έξω από την πόρτα. Χαρακτηριστική φωνή. Κι ας την είχε ακούσει μόνο από το τηλέφωνο, όταν μιλούσε αυτός μαζί της. Ένιωσε να ζαρώνει και να γίνεται ένα μικρό κουβαράκι στα λόγια της. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Για κάποιο περίεργο λόγο, το σκηνικό της θύμισε τον αιώνιο εφιάλτη της. Μόνο που έξω ήταν μόνο ένα άτομο- εκείνη. Και δεν γελούσε. Αλλά η ίδια ένιωσε να την περιγελούν.
Αυτός σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ένιωσε παρά άκουσε τις απαντήσεις του, ενώ όλο της το σώμα πάγωνε. Γύρισε στο κρεβάτι , ξάπλωσε δίπλα της ίσα για να ακούσουνε τα βήματά της να γυρνάνε πίσω και την πόρτα να χτυπάει ξανά. Και την ίδια φωνή που απαιτούσε να μπει μέσα. Στο δωμάτιο τους. Στο μικρό παράδεισό τους. Κοίταξε με απελπισία γύρω της καθώς οι τοίχοι μίκραιναν και την εγκλώβιζαν. Γύρισε να της πει να περιμένει. Και πως θα γυρίσει σύντομα. Οι τοίχοι στένευαν γύρω της κι ένιωσε την ανάσα της να την εγκαταλείπει.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Δεν τόλμησε να κοιτάξει το ρολόι. Το ρολόι της καρδιάς της είχε σταματήσει να χτυπάει περιμένοντάς τον. Σηκώθηκε όρθια προσπαθώντας να κατανικήσει τον πανικό που την κύκλωνε. Έπλενε τα πιάτα μηχανικά όταν τον άκουσε να γυρίζει. Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, αλλά ήξερε πως έπρεπε να το κάνει. Δεν ήθελε να μάθει τι έγινε, αλλά ήξερε πως έπρεπε να ρωτήσει. Και το έκανε ακούγοντας μετά τις πολλαπλές αρνήσεις , αυτό που ήδη ήξερε.
Προσπάθησε να καταπολεμήσει το αίσθημα της ναυτίας και την διάθεση φυγής. Ήταν πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον εφιάλτη για να ξέρει πως τα φαντάσματα τα νικάει μόνο η απομυθοποίησή τους. Κι ενώ όλα μέσα της ζητούσαν κραυγάζοντας για ένα ψέμα, δεν μπορούσε παρά να αφεθεί σ’ αυτό που τόσα χρόνια βίωνε και γνώριζε καλά, την απόρριψη.
Η ανάσα της σταμάτησε καθώς μέσα της ένιωσε κάτι να σπάει, κάτι που ο απόηχός του σκόρπισε όλους τους ήχους, κάτι που τάισε το θεριό της σιωπής. Τον κοίταξε κι είδε στα μάτια του τον ίδιο πόνο, την ίδια κατάρα, το ίδιο κενό. Έκατσε στην καρέκλα και τον κάλεσε να κάτσει μαζί της. Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να τον παρακαλέσει να της πει ένα ψέμα, ένα ψέμα ισάξιο της αλήθειας, ισάξιο της αγάπης, ισάξιο του έρωτα. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Τον αγαπούσε. Γι’ όλα όσα πρέσβευε κι όλα όσα ήταν. Τον αγαπούσε με απόλυτη συναίσθηση από την αρχή για όλες του τις αδυναμίες. Αλλά όχι γι’ αυτήν. Το δικό τους φίδι δεν τους κέρασε το μήλο, απλά την γνώση του πεπερασμένου τους εγώ. Κι αυτοί ήταν αδύναμοι χωρίς τον έρωτά τους. Η Ηρώ τον κοίταξε κι αποφάσισε πως αυτόν τον παράδεισο δεν θα τον έχανε για  το δέντρο της γνώσης, ούτε για τον πειρασμό της παραίτησης. Δεν θα έφευγε και θα τον κρατούσε μαζί της, γιατί ήξερε καλά πως κανείς δεν ζει στον επίγειο κόσμο χωρίς το πλευρό του.
Η ίδια ήταν μόνο το πλευρό, αλλά ήταν σίγουρη για τον προορισμό της. Προσπάθησε να κατευνάσει μέσα της την θύελλα της αμφιβολίας ψάχνοντας για πολλοστή φορά στα μάτια του την επιβεβαίωση της αγάπης. Και τότε μόνο άρχισε να μιλάει. Δεν θα θυμόταν την άλλη μέρα τι είχε πει. Ήξερε μόνο πως έπρεπε να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις τον έρωτα αυτό που έβλεπε να βυθίζεται στο σκοτάδι.
Ο Πασχάλης ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Η ίδια δεν κατάφερε. Κάτι είχε μπει στο αίμα της και το ένιωθε να κυλάει παντού. Το δάγκωμα του φιδιού στην καρδιά της είχε αφήσει το δηλητήριο του. Κι αυτό γέμιζε την μέχρι τότε στερεή αγάπη της με ζήλεια, παράπονο, αμφιβολία. Γύρισε και τον κοίταξε ζητώντας το αντίδοτο. Ξάπλωσε δίπλα του και σφίχτηκε γερά πάνω στην γυρισμένη του πλάτη. Αυτός απομακρύνθηκε κολλώντας πάνω στον τοίχο.
Η Ηρώ δάγκωσε με δύναμη τον καρπό της μέχρι που είδε το κόκκινο αίμα να μουσκεύει τους καρπούς της. Δεν θα άφηνε το δηλητήριο μέσα της..

Η υπόσχεση


Ο Πάρις χαμήλωσε την μουσική και τέντωσε τ’ αυτιά του. Αυτός ο απροσδιόριστος ήχος που έφερνε ο αέρας ήταν πολύ οικείος, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να εντοπίσει την πηγή του. Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό του . Κοίταξε τον αριθμό περισσότερο μηχανικά παρά από ενδιαφέρον ή περιέργεια. Είχε πάψει να αισθάνεται και τα δύο εδώ και καιρό. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως ήταν για δουλειά. Δεν θα τον ρωτούσαν πως αισθάνεται, ποιος είναι, που χάθηκε η ψυχή του. Αλλά ακόμα κι αν γινόταν αυτή η παρατυπία, δεν θα ήξερε και δεν θα ήθελε να απαντήσει.
Καθόταν μέσα στο σταματημένο αυτοκίνητο και κάπνιζε αρειμανίως , καθυστερώντας την στιγμή της επιστροφής στο σπίτι. Δεν είχε φάει τίποτα όλη την μέρα και το στομάχι του πονούσε , αλλά πιο πολύ πονούσε η γνώση πως δεν τον περίμενε κανένας εκεί που έμενε, πως δεν υπήρχε κάποιος να νοιαστεί για την πείνα ή την δίψα του, πως οι τέσσερις τοίχοι δεν ήταν η καλύτερη παρέα για τις σκέψεις του, πως ο χώρος που θα επέστρεφε δεν θύμιζε σε τίποτα σπίτι.
Όταν ο έρωτας για την Φαίη τον ταρακούνησε βίαια από την ρουτίνα και την απάθειά του και ξεκίνησε το σταματημένο ρολόι της ζωής του, θεώρησε πως ήταν ευλογία, πως ήταν η ευκαιρία του να αρχίσει να ζει ξανά, να γίνει ο άντρας που ονειρεύτηκε να γίνει και στην πορεία της καθημερινότητας τον ξέχασε συμβιβαζόμενος . Το πρώτο τους φιλί τον έκανε να αισθανθεί σαν έφηβος και γέμισε ενέργεια και πάθος, ξύπνησε το όνειρο κι αυτός αποφάσισε να το ακολουθήσει με κάθε κόστος.
Λίγους μήνες μετά ένιωθε πως είχε φτάσει στα όριά του. Οι θυσίες του δεν αναγνωριζόταν ή δεν φαινόταν να έχουν αποτέλεσμα, ένιωθε ακόμα πιο μόνος από πριν και κυνηγώντας το όνειρο βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εφιάλτη. Δεν αμφέβαλλε για την αγάπη της Φαίης, αλλά κατάλαβε πως αυτό δεν έφτανε για να γίνουν ευτυχισμένοι. Το όνειρο ξεθώριασε και κάθε μέρα φαινόταν να βρίσκεται ακόμα πιο μακριά από την προηγούμενη.
Ήταν κουρασμένος και απογοητευμένος , ένιωθε να φθείρεται και ο έρωτας, που τόσο κυνήγησε, έγινε η μαύρη τρύπα που κατάπινε την ενέργεια και την δύναμή του. Οι συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, οι συγκρούσεις ακόμα και για τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, τον είχαν κάνει να βλέπει ένα τείχος να υψώνεται ανάμεσά τους, που κάθε μέρα υψωνόταν λίγα μέτρα παραπάνω και κάθε μέρα τον έκλεινε περισσότερο στον εαυτό του.
Προσπαθώντας να σώσει τον εαυτό του και το όνειρο χρησιμοποίησε σαν ασπίδα αυτόν τον εγκλεισμό , που τον βοηθούσε να μειώσει τον πόνο, να κρατηθεί όρθιος, να επιζήσει. Ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά , αλλά χωρίς να προδώσει την αγάπη κι αυτό τον έκανε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον θυμό και στην απελπισία, όταν αυτή του η μάχη φαινόταν να περνάει απαρατήρητη.
Πριν από λίγες μέρες  είχανε μάθει η Φαίη ήταν έγκυος. Ήταν κάτι που και οι δύο επεδίωκαν και λαχταρούσαν , αλλά τους πάγωσε και τους δύο όταν το έμαθαν. Από την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μέχρι κι εκείνη την στιγμή, ο Πάρις χυνόταν μέσα της σαν αφρισμένο ποτάμι κι αυτή άνοιγε σαν θάλασσα να τον δεχτεί, έγλυφε τον βυθό της κι αυτή κατάπινε λαίμαργα μέχρι και την τελευταία σταγόνα του, ώσπου εξαντλημένοι ξεχνούσαν που άρχιζε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος, μέχρι να νιώσουν πραγματικά πως γίνονται ένα.
Αυτή η τέλεια ένωση πήρε ζωή κι αυτοί δεν τολμούσαν να την αντικρύσουν. Αποφάσισαν πως δεν μπορούν να προχωρήσουν κι ένιωσαν κι οι δυο προδότες και προδομένοι την ίδια στιγμή. Ο Πάρις παρέμεινε ως θεατής σ’ αυτό που συνέβαινε και δικαίωνε τους φόβους και την προηγούμενη συμπεριφορά του. Κάτι μέσα του πέθανε όταν η πλάστιγγα έγειρε προς την απόρριψη του ονείρου.
Η Φαίη κοίταξε με άδεια μάτια τον τοίχο απέναντί της. Είχε πλέον στεγνώσει από δάκρυα. Έβαλε τα χέρια της απαλά πάνω στην κοιλιά της και δάγκωσε τα χείλη της μέχρι να ματώσουν. Ο πόνος μέσα της δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Η μήτρα της παλλόταν και οι συσπάσεις της την γέμιζαν θυμό και απελπισία. Ένιωθε να διαλύεται και να εξαφανίζεται σε μια άνιση μάχη, που δεν ήξερε ποιος ήταν ο εχθρός.
Μετά από μέρες απραξίας και συνεχούς οδύνης κατόρθωσε να σηκώσει το κεφάλι της και να αποφασίσει να παλέψει. Να παλέψει για τον έρωτα αγνοώντας τις αντιξοότητες, να θυμίσει στον Πάρι το όνειρο και την υπόσχεση και να ρίξουνε μαζί το τείχος που τους είχε χωρίσει. Ήταν σίγουρη πως μαζί μπορούσαν να το καταφέρουν.
Ξεκίνησε το απόγευμα να τον βρει αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να την εκνευρίσει, να την αποπροσανατολίσει, τίποτα να μπει ανάμεσά  τους. Χαμογέλασε τρυφερά καθώς έπαιρνε το μπουκάλι με την μπύρα χωρίς αλκοόλ από τα ράφια του σουπερ μάρκετ , έτοιμη να τον πειράξει, όπως συνήθιζε πριν φτάσουν σ’ αυτό το σημείο. Πάρκαρε το αμάξι και σήκωσε πεισματάρικα το κεφάλι της καθώς ανέβαινε τα σκαλιά.
Σιγοτραγουδούσε καθώς ανέβαινε το αγαπημένο της τραγούδι, σύμβολο και υπόσχεση του έρωτά τους. «Σύννεφα του γιαλού θε να αρματώσω, θα’ μια στο πλάι σου και ας ματώσω..» . Είχαν ματώσει αρκετά μέχρι σήμερα. Καιρός να γλύψουν τις πληγές τους και να προχωρήσουν.
Εδώ και μερικές μέρες ήταν άρρωστος κι αυτό βάρυνε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα και την διάθεσή του. Η Φαίη αποφάσισε να προσπεράσει την δικαιολογημένη κακοκεφιά και τον εκνευρισμό του και να συζητήσει μαζί του ανοιχτά. Ήταν καιρός να μοιραστούνε τους φόβους, τον πόνο και την δυστυχία, που κρατούσαν αυτόν σε απόσταση και την ίδια κρυμμένη πίσω από ένα προσωπείο, που δεν αναγνώριζε.
Λίγο αργότερα κλεισμένη στην ζεστή του αγκαλιά προσπάθησε να του μιλήσει, να ανοίξει πρώτη το κουτί της Πανδώρας για να βγάλουν έξω όλα όσα ένιωθαν, να σφιχτούν ο ένας δίπλα στον άλλο, να εξιλεωθούν μέσα από την αγάπη τους. Ο Πάρις της είπε πως δεν μπορούν και δεν πρέπει να το κάνουν αυτό. Ότι ο μόνος τρόπος για να αντέξουν και να ανταπεξέλθουν σ’ αυτήν την περίπτωση είναι να μείνουν σταθεροί στην απόφασή τους και να μην συζητήσουν ποτέ ξανά γι’ αυτό.
Η Φαίη ένιωσε να χάνει όση δύναμη είχε μαζέψει. Αν και όλα συνηγορούσαν πως τελικά αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, το μυαλό , η καρδιά και το σώμα της, όλα αντέδρασαν σ’ αυτά τα λόγια. Να τα βγάλει πέρα ο καθένας μόνος του. Αυτός στο καβούκι του κι αυτήν στην κρύπτη της πιο μόνοι κι από πριν, αυτό της ζητούσε. Πάγωσε ολόκληρη καθώς θυμήθηκε ξανά την υπόσχεσή του. Κοίταξε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό της χέρι, προσπαθώντας να πάρει δύναμη, αλλά ξαφνικά η λάμψη του θόλωσε.
Δεν θυμόταν τι είπανε μετά. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Όταν επιτέλους μπήκε στο αμάξι της για να φύγει κατέρρευσε κλαίγοντας γοερά πάνω στο τιμόνι. Λίγα λεπτά αργότερα σκούπισε αποφασιστικά τα δάκρυα και έβαλε μπρος. Το βράδυ που θα τον έβλεπε, θα έμπαιναν όλα στην θέση τους. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το δαχτυλίδι του έρωτα και συνέχισε την πορεία της.
Ο Πάρις κοίταξε ξανά το τηλέφωνο που χτυπούσε. Ήταν η Φαίη. Το ήξερε πως ανησυχούσε, αλλά δεν μπορούσε να της μιλήσει. Ούτε ήθελε. Ο ήχος που άκουγε από πριν έγινε πιο ξεκάθαρος. Ήταν ένα τραγούδι. Το αγαπημένο της τραγούδι. Κοίταξε τα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό και χαμογέλασε πικραμένα. Αυτά τα σύννεφα δεν σκόπευε να τ’ αρματώσει..