Η απόφαση



Ο χλωμός απογευματινός ήλιος ξεπρόβαλλε για μια στιγμή από τα σύννεφα. Μια λαμπερή ηλιαχτίδα χάιδεψε για μια στιγμή το μαραμένο τριαντάφυλλο κι έπειτα εξαφανίστηκε βιαστική θαρρείς και ντράπηκε για την αδιακρισία της. Η Αναστασία χάιδεψε απαλά το ξεραμένο λουλούδι κι ένα φύλλο έπεσε κάτω. Δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Δεν θυμόταν πότε ήταν η στιγμή που ένιωσε την παρουσία του πρώτη φορά. Το ημερολόγιο της καρδιάς είχε σταματήσει να μετράει εβδομάδες, μέρες , ώρες, λεπτά. Θυμόταν όμως ξεκάθαρα την αίσθηση του φουσκωμένου στήθους της και τις μυρωδιές που πλημμύρισαν τον κόσμο της. Ήταν σίγουρη από τότε. Η ύπαρξή του θα επιβεβαιωνόταν μια εβδομάδα αργότερα , αλλά η βεβαιότητα ήταν μέσα της από εκείνη την πρώτη μέρα.
Η καρδιά της σταμάτησε. Χάιδεψε τα πρησμένα στήθη της και κοίταξε το κόκκινο τριαντάφυλλο , που στεκόταν περήφανο στο ποτήρι. Δισταχτικά κατέβασε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της και τα ακούμπησε σταυρωμένα εκεί. Έμεινε αρκετή ώρα έτσι μπροστά στον καθρέφτη χωρίς να ακούει τίποτα άλλο παρά την βαριά της ανάσα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, ούτε να μιλήσει. Είχε την ίδια αίσθηση όπως όταν ξύπναγε αργά το βράδυ, δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενη ή φοβισμένη ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Εκείνο το βράδυ κάθισε κι έγραψε προσπαθώντας να εκφράσει τα συναισθήματα που την έπνιγαν κι ήθελε να μοιραστεί με τον Πασχάλη. Ο μαγικός της καθρέφτης, όπως συχνά τον αποκαλούσε, αισθανόταν ακριβώς όπως κι η ίδια, περίμενε τα ίδια, έλπιζε τα ίδια και για ακόμα μια φορά ήταν δίπλα της. Αυτός ο άντρας , που την έκανε να δει με άλλα μάτια τον εαυτό της και τον έρωτα, τόσο διαφορετικός κι όμως τόσο κοντά στην καρδιά , το μυαλό και την ψυχή της, για ακόμα μια φορά έσπευδε να της κρατήσει το χέρι. Κοιμήθηκε σαν μωρό με συντροφιά το βλέμμα του εκείνη την μέρα που μάθανε τα νέα.
Ξύπνησε χαρούμενη. Πήγε στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη καθώς έπλενε το πρόσωπό της. Ένα μεγάλο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, τα μαγουλά της ήταν κόκκινα, και τα μάτια της έλαμπαν. Ξαφνιάστηκε και έψαξε την επιβεβαίωση ψηλαφώντας τα χείλη της με τα υγρά ακόμα χέρια της. Ναι, χαμογελούσε.
Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πόσο καιρό είχε να νιώσει τόσο ευτυχισμένη. Τα λόγια του Πασχάλη ήρθαν πάλι στο μυαλό της σαν μουσική, την μουσική της καρδιάς, που έβγαλε το χαμόγελό της έξω ξανά σαν ήλιο μετά από μια συννεφιασμένη μέρα.
Σαν την άγγιξε ένα μαγικό ραβδί, όλη της η μέρα πέρασε μ’ αυτόν τον ήλιο να την ακολουθεί και να φωτίζει κάθε σκοτεινή γωνιά, διώχνοντας κάθε αμφιβολία . Το απόγευμα που ήρθε να την πάρει από τν δουλειά ένιωθε πως ξεχείλιζε από αυτήν την ζεστασιά, αυτό το χαμόγελο, αυτήν την αγάπη. Κοίταξε τα μάτια του κι απόρησε για ακόμα μια φορά πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γίνεται ο ήλιος του μικρόκοσμου σου κι εσύ ο πλανήτης που η έλξη γύρω του καθορίζει τις ηλιόλουστες και σκοτεινές πλευρές σου, τις ανέλπιδα φωτεινές κα τις ατελείωτα μαύρες μέρες σου.
Όταν το ίδιο απόγευμα μπήκε μέσα της, πέρα από την οικειότητα και την ηδονή της επαφής, ένιωσε να διαστέλλεται και να τον σκεπάζει τρυφερά σαν μάνα γη τον σπόρο που βαθειά μέσα της έχουν σπείρει και ξέρει πως θα ανθίσει την άνοιξη. Κέντρο της γης και της ζωής η μήτρας της που παλλόταν έτοιμη να δεχτεί την βροχή του σπέρματός τους, που έκανε το δέντρο να ριζώσει και μεγαλώσει φτάνοντας ως τον ουρανό, τον απέραντο ουρανό της σχέσης τους.
Ξύπνησε με τον γνωστό πόνο να χτυπάει στα μηνίγγια της . Σηκώθηκε κοιτάζοντας τρυφερά τον Πασχάλη δίπλα της , που ακόμα κοιμόταν. Αυτός μισάνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος νιώθοντάς την να απομακρύνεται από τον βωμό του έρωτά τους, αυτό το κρεβάτι που μύριζε έρωτα, σπέρμα κι ηδονή. Της ζήτησε να γυρίσει πίσω. Διαπληκτίστηκαν για κάποιο λόγο που η ίδια δεν κατάλαβε εκείνη την στιγμή.
Γύρισε μετά από λίγη ώρα γεμάτη από τα χαμόγελα, την ζεστασιά, τον ήλιο του χθες. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρυφερά περιμένοντας μια ανταπόκριση που δεν ήρθε. Τραβήχτηκε όσο πιο μακριά της μπορούσε. Ο ήλιος είχε φύγει. Ήταν η πρώτη φορά στην σχέση τους που της έδειξε πως ήταν ανεπιθύμητη. Κι αυτό την πάγωσε.
Το απόγευμα έφυγε την ώρα που εκείνος κοιμόταν μακριά της. Είχε μπει κάτι ανάμεσά τους που δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν υπήρχε από πριν ή τώρα το συνειδητοποιούσε η ίδια. Προχώρησε για ώρα ελπίζοντας να βρέξει, να γίνει κάτι να ξεπλύνει αυτό το αίσθημα της απώλειας και της προδοσίας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα κι ούτε ένα σύννεφο δεν σκέπαζε τον ουρανό.
Ένιωσε έναν απίστευτο πόνο να διασχίζει το κορμί της , ξεκινώντας από το κεφάλι, πηγαίνοντας στην καρδιά και χτυπώντας δυνατά στην μήτρα της. Κάθισε κάθιδρη στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να βρει την ανάσα της, ενώ ένιωσε πως κόβεται στα δυο. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής με μια πίκρα κι έναν πόνο, που δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του. Κι ήξερε πως τον έχανε. Και τότε πήρε την απόφασή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου