Το πλατανόφυλλο






Τον άκουσε να σηκώνεται βαρυγκωμώντας από το κρεβάτι και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της. Τις περισσότερες φορές αυτό ήταν πολύ εύκολο. Συνήθιζε να σηκώνεται αμέσως μόλις ξυπνούσε χωρίς να καθυστερεί και χωρίς να χουζουρεύει στο κρεβάτι. Εδώ και χρόνια δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει, αλλά ακόμα κι όταν μπορούσε, ακόμα και στις διακοπές σηκωνόταν αμέσως, λες και την κυνηγούσαν. Σήμερα όμως, ένιωθε πως δεν μπορούσε.
Απάντησε στην ερώτησή του και κουλουριάστηκε πάλι στην θέση της. Ήταν τόσο κουρασμένη όμως ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί. Αλλά δεν σηκώθηκε. Ένα περίεργο πείσμα την κρατούσε καρφωμένη στο κρεβάτι, ένα παράπονο κι ένα ανάθεμα. Ήξερε πως η αντίδρασή της ήταν παιδιάστικη, αλλά δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει Όχι ακόμα.
Είχε καταντήσει αλαφροΐσκιωτη στον ύπνο και στον ξύπνιο της. Φοβόταν τόσο την σκιά που είχε πέσει πάνω στην αγάπη τους, που είχε τελματώσει. Για πρώτη φορά από τότε που της ζήτησε να χωρίσουν, δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να το αποτρέψει αυτό. Αυτή που φημιζόταν για την αστείρευτη ενέργεια και την αισιοδοξία, την υπομονή και επιμονή, το πείσμα και την υπερηφάνεια της, τα είχε εξαντλήσει όλα μέσα σε λίγους μήνες . Τώρα που αυτά τα χαρακτηριστικά της , της ήταν τόσο απαραίτητα, δεν είχε πουθενά να στηριχτεί και να στηρίξει τον εαυτό της.
Το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει μέχρι αργά ξύπνια, καθισμένη για ώρες μπροστά στο παράθυρο, αναλογιζόμενη, προσπαθώντας να βρει τρόπο να τον πλησιάσει ξανά, να βρει την κερκόπορτα που είχε ανοίξει παλιά γι’ αυτήν , αλλά δεν μπορούσε ούτε να την δει. Τότε , την είχε ανοίξει αυτός , επειδή ήθελε να αλωθεί, είχε ρίξει με χαρά τα τείχη της καρδιάς του για να την αφήσει να μπει μέσα. Όταν έχασε την πίστη του στην αγάπη τους, την έκλεισε και την διπλοκλείδωσε πετώντας το κλειδί κάπου ανάμεσά τους. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος κατόρθωσαν να το φτάσουν.
Όταν λίγο αργότερα της ζήτησε να χωριστούν και όχι να χωρίσουν, είδε τον εφιάλτη όλων αυτών των μηνών να γίνεται πραγματικότητα Δεν είχε το κουράγιο να πολεμήσει αυτήν την φορά. Όχι γιατί πίστευε λιγότερο σ’ αυτόν τον έρωτα, ούτε γιατί τον αγαπούσε λιγότερο, αλλά ήταν απίστευτα κουρασμένη κι είχε ήδη εξαντλήσει όλους τους τρόπους για να τον κρατήσει κοντά της. Το μόνο που είχε μείνει ήταν να τον αφήσει να φύγει.
Όταν της ζήτησε να ντυθεί για να πάνε μια βόλτα, υπάκουσε μηχανικά χωρίς να ρωτήσει που θα πάνε ή γιατί. Όταν αργότερα έμαθε τον προορισμό τους ένιωσε μια γλυκόπικρη αίσθηση να την πλημμυρίζει. Πήγαιναν να συναντήσουν τον ονειρότοπό του και να αντιμετωπίσουν το χθες και το σήμερα . Προσευχήθηκε χαμηλόφωνα κοιτώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα άσπρα σύννεφα που στόλιζαν τον ουρανό χωρίς να κρύβουν τον ήλιο.
Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει στον σκυθρωπό άντρα δίπλα της, που οδηγούσε χωρίς να την κοιτάει. Ήξερε πως την έβλεπε μπροστά του με τα μάτια της ψυχής του κι ας μην την άγγιξε με το βλέμμα του. Το τραγούδι που έπαιζε στο ράδιο ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. Η κλεψύδρα, σύμβολο του κλεμμένου χρόνου για να ζεις με την καρδιά σου όσα η λογική σου απορρίπτει, η μαγική κλεψύδρα της που στον χρόνο της αντάμωσαν, την έκανε να τραγουδήσει.
“..Το όνειρο δεν αφήνω κι ας κοστίζει ακριβά..” μουρμούρισε στην αρχή μέσα από τα δόντια της για να τραγουδήσει δυνατά στην συνέχεια αδιαφορώντας για την φάλτσα φωνή της, αδιαφορώντας μετά από καιρό για τις ατέλειες και τις αδυναμίες της. Λίγο καιρό πριν ξεκινήσει η σχέση τους , είχε πετάξει όλα της τα ονειροκαράβια στην θάλασσα της ζωής για να δει ποια θα επιπλεύσουν. Είχε υποσχεθεί πως στο επόμενο καράβι θα ήταν μέσα. Όταν την κάλεσε στον μαγικό ταξίδι του έρωτα, δεν δίστασε να επιβιβαστεί στο όνειρο.
Χαμογέλασε πλατιά ενώ άπλωσε το χέρι της να του χαϊδέψει απαλά τον σβέρκο, όπως συνήθιζε να κάνει εδώ και τόσους μήνες. Δεν μπορούσε να παραιτηθεί χωρίς να έχει δώσει τα πάντα για να σώσει το καράβι που φαινόταν να βολοδέρνει ακυβέρνητο στα κύματα της απραξίας, ούτε να το αφήσει να πέσει στους ύφαλους του παρελθόντος ενώ ο φάρος της αγάπης έριχνε άπλετο το φως του.
Όταν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο κι άρχισαν να περπατούν δίπλα στα πλατάνια ψάχνοντας τα ίχνη από το ρυάκι που κάποτε κυλούσε από εκεί κι είδε πως εκείνος έψαχνε αυτό που έλειπε από τον ονειρότοπο κι όχι αυτό που υπήρχε, ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά. Η ματιά της έπεσε στα πεσμένα πλατανόφυλλα και χαμογέλασε για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα.
Αυτό το χαλί με το καφέ , κόκκινο και χρυσαφί χρώμα την καλούσε να χορέψει πάνω του. Πάτησε διστακτικά στην αρχή ακούγοντας τον θόρυβο των φύλλων που σπάνε , κλώτσησε μερικά για να τα δει να ανακατεύουν το χρώμα τους και συνέχισε μέχρι που έφτασε στην άκρη του πολύχρωμου χαλιού μέχρι να συναντήσει το επόμενο.
Κάθισαν κάποια στιγμή ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς να μιλάνε για λίγη ώρα. Ο αέρας που περνούσε ανάμεσα στα φύλλα της ψιθύρισε το παλιό μυστικό. Κοίταξε με αγάπη τον άντρα δίπλα της που πονούσε σιωπηλά κι έσκυψε να τον φιλήσει. Καθώς τραβήχτηκε ένιωσε να πέφτει επάνω της κάτι ελαφρύ σαν διακριτικό χάδι.
Ήταν ένα χρυσοκάστανο φύλλο που ήρθε σαν δώρο στην αγκαλιά της. Το κράτησε στα χέρια της τρυφερά όπως είχε κρατήσει και όλες τις όμορφες στιγμές τους , έτσι όπως την είχε κρατήσει κι αυτός όταν έπεσε στην αγκαλιά του κι ένιωσε ευτυχισμένη με έναν ιδιαίτερο και βαθύ τρόπο, με τον τρόπο που αυτός ο έρωτας της είχε μάθει.
Έφυγε παίρνοντας μαζί της το πλατανόφυλλο…