Η Φαίη σταμάτησε να περπατάει κι έμεινε ακίνητη απολαμβάνοντας το αεράκι που της ανακάτευε τα μαλλιά. Τούφες μαλλιών της έκοβαν την ορατότητα, αλλά αυτό την άφηνε αδιάφορη. Μερικές φορές ήταν καλύτερα να μην βλέπει.
Χαμογέλασε πικρά και συνέχισε τον δρόμο της. Θα τον συναντούσε σε λίγα λεπτά. Δεν μπορούσε να περιμένει ποτέ όταν ήταν να έρθει να την πάρει. Την έπιανε ανυπομονησία και αδημονία κι έβγαινε να τον συναντήσει για να μικρύνει τον χρόνο της αναμονής.
Της είχε ζητήσει να χωρίσουν. Όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί δεν μπορούσε πλέον να πιστέψει πως ο έρωτάς τους τους οδηγούσε την Εδέμ που είχαν ονειρευτεί. Η ίδια έβλεπε πάντα τον Παράδεισο της αγάπης τους κι όχι το φίδι. Ίσως γιατί άφηνε να πέφτουν τα μαλλιά μπροστά στο πρόσωπό της σκέφτηκε και χαμογέλασε ξανά.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της διακωμωδούσε αυτά που την πλήγωναν για να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει. Από την ώρα που ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ τους μέχρι την πρώτη φορά που της ζήτησε να χωρίσουν το εφάρμοζε και για όσα έμπαιναν ανάμεσά τους. Την δική του απόρριψη όμως δεν μπορούσε να την διακωμωδήσει. Έτσι ξεκίνησε.
Σήκωσε το αριστερό της χέρι με προσοχή και κοίταξε τα κομμάτια που λείπανε. Το δαχτυλίδι με την γαλάζια πέτρα ήταν ακόμα εκεί. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά της και κοίταξε με αμφιβολία τα αχνά σημάδια που ήταν στην θέση των ποδιών της. Έφερε με προσοχή το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της , ψηλάφησε τα όρια της τρύπας και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το μικρό δέντρο.
Σε λίγο θα τον έβλεπε. Προσπάθησε να κουνήσει τα φτερά της, αλλά ήταν μαδημένα , είχαν μείνει μόνο τα μισά και δεν ανταποκρινόταν παρά με μικρά τρεμουλιάσματα, που την έκαναν να πονάει. Είχαν πετάξει τόσες φορές μαζί και τώρα η ίδια δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει. Πήρε μια βαθειά ανάσα προσπαθώντας να κατανικήσει τον πανικό στην σκέψη ότι θα έμενε γαντζωμένη στην γη, ανήμπορη και διαλυμένη, ενώ αυτός θα άνοιγε τις δυνατές του φτερούγες.
Τον είδε να καταφτάνει κι ενώ μέσα της κυλούσαν ήδη δάκρυα, τα μάτια της παρέμειναν στεγνά. Δεν μπορούσε να κλάψει παρά μόνο στρέφοντας τα δάκρυα εκεί, στο αγαπημένο της δέντρο, για να το ποτίσει ξανά. Η ίδια μπορεί να διαλυόταν, αλλά το δέντρο θα έμενε για καιρό ακόμα ριζωμένο.
Είδε το αυτοκίνητο και τάχυνε το βήμα της. Μπήκε μέσα και τον κοίταξε ερευνητικά κάτω από τις βλεφαρίδες της. Έδειχνε κι αυτός αδύναμος, ενώ τα μεγαλοπρεπή φτερά του είχαν εξαφανιστεί. Θέλησε να τον χαϊδέψει και να του πει πως καταλαβαίνει τι αισθάνεται, αλλά μόλις πήγε να το απλώσει , ένα ακόμα κομμάτι έφυγε από την θέση του κι άρχισε να αιωρείται γύρω τους μέχρι που το πήρε ο αέρας. Αγνοώντας το ο Πάρις έβαλε μπρος και ξεκίνησε.
Ήθελε τόσο να του χαμογελάσει και να δει στα μάτια του τον ήλιο, που λίγο έλειψε να τα καταφέρει. Αλλά τότε ένα ακόμα κομμάτι υψώθηκε μεταξύ τους σαν λεπτό τσιγαρόχαρτο , που κάποιος του έβαλε φωτιά και υψώνεται ενώ καίγεται στον αέρα. Το χαμόγελο ξεγλίστρησε από το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε. Κοίταξε γύρω της ταραγμένη αρχίζοντας να αμφιβάλλει αν πραγματικά έμπαινε στο αυτοκίνητο παλιότερα χαμογελώντας, σφύζοντας από ζωή, μόνο στην ιδέα του βλέμματός του.
Άπλωσε δισταχτικά το αριστερό της χέρι προς το μέρος του. Ήθελε να νιώσει το δικό του χέρι να το σκεπάζει τρυφερά και να το σφίγγει μεταφέροντας όλη την ενέργεια του μ’ αυτό το άγγιγμα, περνώντας την αγάπη και την συνενοχή τους μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο που είχε. Το χέρι του δεν ήρθε να ανταμώσει το δικό της. Το κράτησε σφιχτά με το δεξί, χαράζοντας με τα νύχια της το δέρμα,τιμωρώντας το για την ορφάνια που ένιωθε, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο Πάρις άνοιξε διάπλατα και τα δύο παράθυρα και δυνάμωσε την μουσική. Της μιλούσε περιμένοντας τις απαντήσεις που μετά βίας ακουγόταν , ενώ οδηγούσε γρήγορα χωρίς να την κοιτάζει. Έτσι δεν είδε τα μικρά κομμάτια που στροβιλιζόταν βγαίνοντας από το παράθυρο, αυτό το περίεργο μαύρο κομφετί , που έπαιρνε την θέση της Φαίδρας.
Όταν σταμάτησε τελικά και κοίταξε δίπλα του, είδε στην θέση του συνοδηγού ένα μικρό δέντρο κι ανάμεσα στα κλαδιά του μπλεγμένο ένα δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα που λαμπύριζε στον ήλιο.