Το ρολόι



Η Χρυσάνθη άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπά και χωρίς να ανοίξει τα μάτια της άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το ρολόι. Το έβαλε κάτω από την κουβέρτα και στα τυφλά το έκλεισε. Το έφερε δίπλα στο μαξιλάρι της κι άκουγε το ρυθμικό ήχο των δευτερολέπτων να χτυπάει μαζί με την καρδιά της. «Τικ-τακ» είπε το ρολόι , «τικ-τακ» απάντησε η καρδιά και συγχρονίστηκαν. Τράβηξε την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι της και κουλουριάστηκε χώνοντας το ρολόι και την καρδιά της κάτω από το μαξιλάρι.

Είχε κοιμηθεί στις πέντε κι ήταν μόλις επτά και μισή. Το είχε βάλει μηχανικά όπως κάθε βράδυ ξεχνώντας πως ξημέρωνε Σάββατο. Δεν δούλευε, αλλά η συνήθεια ετών την έκανε να στριφογυρίσει στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να ξανακοιμηθεί. Πεισματικά κράτησε τα μάτια της κλειστά και κάλεσε το όνειρο. Το μόνο που είδε με τα μάτια της ψυχής της όμως, ήταν το ρολόι.
Σηκώθηκε αναστατωμένη και σκουντουφλώντας πήγε στο μπάνιο. Ενώ έπλενε το πρόσωπό της άκουσε το κελάηδημα. Γύρισε ξαφνιασμένη κοιτώντας έξω από το μικρό παράθυρο, αλλά δεν είδε τίποτα. Σκουπίστηκε στα γρήγορα και αποφάσισε να βρει την πηγή της περίεργης μελωδίας.
Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω της ερευνητικά έχοντας τα αυτιά της τεντωμένα προσπαθώντας να εντοπίσει από πού ερχόταν. Το κελάηδημα ακουγόταν πιο αχνά τώρα, πράγμα που την έκανε να συνειδητοποιήσει ξαφνιασμένη, πως προερχόταν μέσα από το σπίτι κι όχι απ' έξω. Αυτή όμως, δεν είχε κάποιο πουλί στο σπίτι.
Πάντα απεχθανόταν τα κλουβιά κι όλων των ειδών τις φυλακές. Είχε πάντα τον τρόπο να δραπετεύει σχεδόν από όλα περιόριζαν την ψυχή της, ακόμα και από τον χρόνο. Χουντίνι των  δευτερολέπτων την φώναζε μια φίλη της καθώς κατάφερνε να επεκτείνει μαγικά το 24ωρο και να χωρέσει μέσα του όσα ονειρευόταν.
Η μαγική της κλεψύδρα όμως είχε σπάσει εδώ και καιρό κι ένιωθε πως παρά την μάχη που έδινε κάθε μέρα οι τοίχοι στένευαν και ο χρόνος συρρικνωνόταν επικίνδυνα. Μπήκε μέσα στο σπίτι και έψαξε νευρικά το κινητό της. Κοίταξε την ώρα- ήταν οκτώ κι αυτή ένιωθε πως είχε περάσει το μισό της πρωινό ψάχνοντας το κλειδί για να βγει από την φυλακή της υπενθύμισης.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε την ντουλάπα. Κοίταξε το μακρύ άσπρο φόρεμα και με μια ξαφνική παρόρμηση το φόρεσε. Την στένευε λίγο, είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που το είχε αγοράσει και στο ενδιάμεσο είχε βάλει μερικά κιλά, αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης βουλιμίας, σημάδι ότι ήταν στεναχωρημένη. Απορούσε που χωρούσε ακόμα.
Χάιδεψε το απαλό ύφασμα στρώνοντας το στο κορμί της ξεκινώντας από το στήθος μέχρι την τονισμένη μέση. Πέρασε σαν χάδι τα χέρια της από την φαρδιά φούστα που άνοιγε φτάνοντας μέχρι τους αστραγάλους της κι έμεινε εκεί ακίνητη με τα χέρια χωμένα στο μετάξι. «Τικ-τακ» φώναξε η καρδιά της δυνατά, «τικ-τακ» απάντησε το ρολόι αχνά κάτω από το μαξιλάρι.
Της είχε πει πως θα την περιμένει όσα χρόνια κι αν περάσουν στο ρολόι της καρδιάς, στο ρολόι του χρόνου, στο ρολόι του σύμπαντος. Της είχε πως θα περιμένει να την δει ντυμένη στα λευκά να έρχεται προς το μέρος του χαμογελώντας μόνο για εκείνον. Της είχε πει πως θα ήξερε πως είναι η ώρα όταν θα έβλεπε την ανθοδέσμη με τα άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα, για να προχωρήσουν μαζί στην μικρή συνομωσία του έρωτα και της αγάπης.
Πότε ήταν αλήθεια αυτό; Πως μετράς τον χρόνο της εγκατάλειψης; Πως μετράς τον χρόνο του κενού; Πώς μετράς τον χρόνο του ονείρου; Μόνο με το ρολόι του έρωτα απάντησε κι άρχισε πάλι να νιώθει εκείνο το βάρος στο στήθος, αυτό που την ακολουθούσε εδώ και χίλια δευτερόλεπτα καρδιάς. Το δωμάτιο σκοτείνιασε κι οι τοίχοι έγιναν μαύροι. Το πάτωμα εξαφανίστηκε κάτω από τα πόδια της κι έμεινε κολλημένη στους μαύρους τοίχους σαν περίεργο αυτοκόλλητο.
Το μόνο φως που μπορούσε να διακρίνει ήταν από την χαραμάδα κάτω από την πόρτα και το μεγάλο άσπρο ρολόι πάνω της. Το ρολόι ήταν σταματημένο ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Προσπάθησε να πάει προς την πόρτα κι ανακάλυψε έκπληκτη πως μπορούσε να πετάξει. Για να διώξει τον φόβο άρχισε να τραγουδάει χαμηλόφωνα και μετά όλο και πιο δυνατά καθώς έφτανε στην περίεργη πόρτα. «Σαν τα ρολόγια που σιωπούν...» τραγούδησε καθώς κοιτούσε επίμονα το ρολόι.
Η πόρτα δεν είχε πόμολο κι ακούγοντας τις φωνές απ’ έξω άρχισε να φωνάζει. Ένιωθε τον αέρα να λιγοστεύει και να πνίγεται, ενώ η ναυτία που αισθανόταν την προειδοποίησε για τον πανικό της κλειστοφοβίας. Κι ενώ έχανε την αίσθηση του χρόνου, άκουσε πιο καθαρά τα λόγια έξω από την πόρτα. «Είδες τελικά; Ήθελε τον χρόνο του! Σήμερα από το πρωί δεν σταμάτησε να κελαηδάει» έλεγε μια γυναικεία φωνή. «Εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι άχρηστο» άκουσε την αντρική φωνή να απαντάει και πάγωσε. Θα την αναγνώριζε όσα άτομα κι αν μιλούσαν, όσα μακριά κι αν ήταν.
Το ρολόι πάνω από την πόρτα άρχισε ξαφνικά να μετράει τα δευτερόλεπτα, ενώ η ίδια ένιωθε την καρδιά της να επιβραδύνει συνεχώς. Ένιωσε πως έπεφτε, έπεφτε συνεχώς στο μαύρο κενό που κάποτε ήταν το πάτωμα του δωματίου ενώ την ακολουθούσε το περίεργο ρολόι φωνάζοντας με τους δείχτες του τον χρόνο που περνούσε.
Ξύπνησε κάθιδρη και παγωμένη. Της πήρε μια ατέλειωτη στιγμή να συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της φορώντας το άσπρο φόρεμα που είχε γίνει κουβάρι . Έψαξε κάτω από το μαξιλάρι κι έβγαλε το ξυπνητήρι. Το κράτησε στα χέρια της και το έβαλε κοντά στο αυτί της. «Τικ-τακ» της είπε το ρολόι ενώ εκείνη την στιγμή άκουσε ξανά το κελάηδημα του πουλιού.
Σηκώθηκε αποφασιστικά κι άρχισε να ψάχνει γύρω της . Το είδε πριν να μπει στο σαλόνι. Το περίεργο χρυσό κλουβί με το λευκό πουλί μέσα του που κελαηδούσε. Έφτασε με δυο βήματα μπροστά του κι άνοιξε την πόρτα του κλουβιού. Του μιλούσε γλυκά κρατώντας μια μικρή απόσταση μέχρι που το είδε να βρίσκει την έξοδο. Έτρεξε,τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε διάπλατα το παράθυρο.
Το παρακολούθησε να βγαίνει έξω και να πετάει δειλά με το μούδιασμα του φυλακισμένου. Το ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της. Έσκυψε και πήρε από κάτω το ρολόι που είχε πετάξει αφηρημένα κάτω, το έβαλε μέσα στο κλουβί και το έβγαλε στο μπαλκόνι. Έμεινε εκεί μέχρι το απόγευμα σιγοτραγουδώντας και ζωγραφίζοντας κόκκινα τριαντάφυλλα…

7 σχόλια:

  1. Στον επόμενο τόνο ...
    η Ωρα θα είναι..

    ΔΙΚΗ μας...

    θα επιστρεψω, ματια μου όμορφα......
    μη μου φυγεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στον επόμενο τόνο, στο επόμενο δευτερόλεπτο, στον επόμενο χτύπο καρδιάς, απλά θα ξέρουμε τι μετράμε.

    Η ψυχή μας ορίζει το κλουβί κι εμείς την ώρα που θα δραπετεύσουμε πετώντας έξω από τα όρια μας...

    Δεν φεύγω Κάκια...είμαι ακόμα στο μπαλκόνι-το χάρτινο τριαντάφυλλο της Χρυσάνθης..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εχω πεταξει τα ρολόγια...
    μετράω στιγμες με τα ΚΛΙΚ της καρδιάς μου....
    φτανω στη Λιμνη σου καθε φορα με κυνηγό το Χρόνο..
    κι όμως μόλις κοντέψω στο Ονειρικό σου Παραμύθι, μηχανικά μου πιάνει το Χερι ο Ληστης Χρονος και καθεται δίπλα μου..
    κατεβαζει τους διακόπτες του και συγχρονίζει την ανασα του με την ανασα της αναγνωσής μου....

    και στα σημεία που το κείμενο μας κοβει την ανασα, μουδινει φιλι στο στομα.... ο Χρονος.... φιλι Ζωης ... ν'αντεξω ως το Τελος του Παραμυθιού!... τουλαχιστον...

    φιλια Υπεροχή μου Παρμι....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τικ-τακ, μαγεμένο. Δεν είναι ο χρόνος μόνο που κάνει τικ-τακ, είναι και οι καρδιές των ανθρώπων όταν ανεβαίνει η αδρεναλίνη τους διαβάζοντας τέτοια κείμενα. Το δικό σου ραβδάκι είναι το μολύβι σου και μ' αυτό μαγεύεις όποιον σε διαβάζει. Αποχωρώ εκστασιασμένος και θα ξανάρθω οπωσδήποτε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ ωραία η καινούργια ιστορία σου Φωτεινή!
    Πράγματι, ο χρόνος άλλες φορές σε φυλακίζει και άλλες σε λυτρώνει, και το παρόν αναπόφευκτα γίνεται παρελθόν είτε ο χρόνος περάσει αργά είτε γρήγορα. Το θέμα είναι να μη φυλακίζουμε κομμάτια του εαυτού μας σε αναμνήσεις και στιγμές που δε μπορούμε να ξαναζήσουμε, όπως η Χρυσάνθη.

    ΥΓ: Στείλε μου πάλι το email σου. Έγινε μπέρδεμα.
    Φαίη

    ΑπάντησηΔιαγραφή