Η υπόσχεση


Ο Πάρις χαμήλωσε την μουσική και τέντωσε τ’ αυτιά του. Αυτός ο απροσδιόριστος ήχος που έφερνε ο αέρας ήταν πολύ οικείος, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να εντοπίσει την πηγή του. Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό του . Κοίταξε τον αριθμό περισσότερο μηχανικά παρά από ενδιαφέρον ή περιέργεια. Είχε πάψει να αισθάνεται και τα δύο εδώ και καιρό. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως ήταν για δουλειά. Δεν θα τον ρωτούσαν πως αισθάνεται, ποιος είναι, που χάθηκε η ψυχή του. Αλλά ακόμα κι αν γινόταν αυτή η παρατυπία, δεν θα ήξερε και δεν θα ήθελε να απαντήσει.
Καθόταν μέσα στο σταματημένο αυτοκίνητο και κάπνιζε αρειμανίως , καθυστερώντας την στιγμή της επιστροφής στο σπίτι. Δεν είχε φάει τίποτα όλη την μέρα και το στομάχι του πονούσε , αλλά πιο πολύ πονούσε η γνώση πως δεν τον περίμενε κανένας εκεί που έμενε, πως δεν υπήρχε κάποιος να νοιαστεί για την πείνα ή την δίψα του, πως οι τέσσερις τοίχοι δεν ήταν η καλύτερη παρέα για τις σκέψεις του, πως ο χώρος που θα επέστρεφε δεν θύμιζε σε τίποτα σπίτι.
Όταν ο έρωτας για την Φαίη τον ταρακούνησε βίαια από την ρουτίνα και την απάθειά του και ξεκίνησε το σταματημένο ρολόι της ζωής του, θεώρησε πως ήταν ευλογία, πως ήταν η ευκαιρία του να αρχίσει να ζει ξανά, να γίνει ο άντρας που ονειρεύτηκε να γίνει και στην πορεία της καθημερινότητας τον ξέχασε συμβιβαζόμενος . Το πρώτο τους φιλί τον έκανε να αισθανθεί σαν έφηβος και γέμισε ενέργεια και πάθος, ξύπνησε το όνειρο κι αυτός αποφάσισε να το ακολουθήσει με κάθε κόστος.
Λίγους μήνες μετά ένιωθε πως είχε φτάσει στα όριά του. Οι θυσίες του δεν αναγνωριζόταν ή δεν φαινόταν να έχουν αποτέλεσμα, ένιωθε ακόμα πιο μόνος από πριν και κυνηγώντας το όνειρο βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εφιάλτη. Δεν αμφέβαλλε για την αγάπη της Φαίης, αλλά κατάλαβε πως αυτό δεν έφτανε για να γίνουν ευτυχισμένοι. Το όνειρο ξεθώριασε και κάθε μέρα φαινόταν να βρίσκεται ακόμα πιο μακριά από την προηγούμενη.
Ήταν κουρασμένος και απογοητευμένος , ένιωθε να φθείρεται και ο έρωτας, που τόσο κυνήγησε, έγινε η μαύρη τρύπα που κατάπινε την ενέργεια και την δύναμή του. Οι συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, οι συγκρούσεις ακόμα και για τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, τον είχαν κάνει να βλέπει ένα τείχος να υψώνεται ανάμεσά τους, που κάθε μέρα υψωνόταν λίγα μέτρα παραπάνω και κάθε μέρα τον έκλεινε περισσότερο στον εαυτό του.
Προσπαθώντας να σώσει τον εαυτό του και το όνειρο χρησιμοποίησε σαν ασπίδα αυτόν τον εγκλεισμό , που τον βοηθούσε να μειώσει τον πόνο, να κρατηθεί όρθιος, να επιζήσει. Ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά , αλλά χωρίς να προδώσει την αγάπη κι αυτό τον έκανε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον θυμό και στην απελπισία, όταν αυτή του η μάχη φαινόταν να περνάει απαρατήρητη.
Πριν από λίγες μέρες  είχανε μάθει η Φαίη ήταν έγκυος. Ήταν κάτι που και οι δύο επεδίωκαν και λαχταρούσαν , αλλά τους πάγωσε και τους δύο όταν το έμαθαν. Από την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μέχρι κι εκείνη την στιγμή, ο Πάρις χυνόταν μέσα της σαν αφρισμένο ποτάμι κι αυτή άνοιγε σαν θάλασσα να τον δεχτεί, έγλυφε τον βυθό της κι αυτή κατάπινε λαίμαργα μέχρι και την τελευταία σταγόνα του, ώσπου εξαντλημένοι ξεχνούσαν που άρχιζε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος, μέχρι να νιώσουν πραγματικά πως γίνονται ένα.
Αυτή η τέλεια ένωση πήρε ζωή κι αυτοί δεν τολμούσαν να την αντικρύσουν. Αποφάσισαν πως δεν μπορούν να προχωρήσουν κι ένιωσαν κι οι δυο προδότες και προδομένοι την ίδια στιγμή. Ο Πάρις παρέμεινε ως θεατής σ’ αυτό που συνέβαινε και δικαίωνε τους φόβους και την προηγούμενη συμπεριφορά του. Κάτι μέσα του πέθανε όταν η πλάστιγγα έγειρε προς την απόρριψη του ονείρου.
Η Φαίη κοίταξε με άδεια μάτια τον τοίχο απέναντί της. Είχε πλέον στεγνώσει από δάκρυα. Έβαλε τα χέρια της απαλά πάνω στην κοιλιά της και δάγκωσε τα χείλη της μέχρι να ματώσουν. Ο πόνος μέσα της δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Η μήτρα της παλλόταν και οι συσπάσεις της την γέμιζαν θυμό και απελπισία. Ένιωθε να διαλύεται και να εξαφανίζεται σε μια άνιση μάχη, που δεν ήξερε ποιος ήταν ο εχθρός.
Μετά από μέρες απραξίας και συνεχούς οδύνης κατόρθωσε να σηκώσει το κεφάλι της και να αποφασίσει να παλέψει. Να παλέψει για τον έρωτα αγνοώντας τις αντιξοότητες, να θυμίσει στον Πάρι το όνειρο και την υπόσχεση και να ρίξουνε μαζί το τείχος που τους είχε χωρίσει. Ήταν σίγουρη πως μαζί μπορούσαν να το καταφέρουν.
Ξεκίνησε το απόγευμα να τον βρει αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να την εκνευρίσει, να την αποπροσανατολίσει, τίποτα να μπει ανάμεσά  τους. Χαμογέλασε τρυφερά καθώς έπαιρνε το μπουκάλι με την μπύρα χωρίς αλκοόλ από τα ράφια του σουπερ μάρκετ , έτοιμη να τον πειράξει, όπως συνήθιζε πριν φτάσουν σ’ αυτό το σημείο. Πάρκαρε το αμάξι και σήκωσε πεισματάρικα το κεφάλι της καθώς ανέβαινε τα σκαλιά.
Σιγοτραγουδούσε καθώς ανέβαινε το αγαπημένο της τραγούδι, σύμβολο και υπόσχεση του έρωτά τους. «Σύννεφα του γιαλού θε να αρματώσω, θα’ μια στο πλάι σου και ας ματώσω..» . Είχαν ματώσει αρκετά μέχρι σήμερα. Καιρός να γλύψουν τις πληγές τους και να προχωρήσουν.
Εδώ και μερικές μέρες ήταν άρρωστος κι αυτό βάρυνε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα και την διάθεσή του. Η Φαίη αποφάσισε να προσπεράσει την δικαιολογημένη κακοκεφιά και τον εκνευρισμό του και να συζητήσει μαζί του ανοιχτά. Ήταν καιρός να μοιραστούνε τους φόβους, τον πόνο και την δυστυχία, που κρατούσαν αυτόν σε απόσταση και την ίδια κρυμμένη πίσω από ένα προσωπείο, που δεν αναγνώριζε.
Λίγο αργότερα κλεισμένη στην ζεστή του αγκαλιά προσπάθησε να του μιλήσει, να ανοίξει πρώτη το κουτί της Πανδώρας για να βγάλουν έξω όλα όσα ένιωθαν, να σφιχτούν ο ένας δίπλα στον άλλο, να εξιλεωθούν μέσα από την αγάπη τους. Ο Πάρις της είπε πως δεν μπορούν και δεν πρέπει να το κάνουν αυτό. Ότι ο μόνος τρόπος για να αντέξουν και να ανταπεξέλθουν σ’ αυτήν την περίπτωση είναι να μείνουν σταθεροί στην απόφασή τους και να μην συζητήσουν ποτέ ξανά γι’ αυτό.
Η Φαίη ένιωσε να χάνει όση δύναμη είχε μαζέψει. Αν και όλα συνηγορούσαν πως τελικά αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, το μυαλό , η καρδιά και το σώμα της, όλα αντέδρασαν σ’ αυτά τα λόγια. Να τα βγάλει πέρα ο καθένας μόνος του. Αυτός στο καβούκι του κι αυτήν στην κρύπτη της πιο μόνοι κι από πριν, αυτό της ζητούσε. Πάγωσε ολόκληρη καθώς θυμήθηκε ξανά την υπόσχεσή του. Κοίταξε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό της χέρι, προσπαθώντας να πάρει δύναμη, αλλά ξαφνικά η λάμψη του θόλωσε.
Δεν θυμόταν τι είπανε μετά. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Όταν επιτέλους μπήκε στο αμάξι της για να φύγει κατέρρευσε κλαίγοντας γοερά πάνω στο τιμόνι. Λίγα λεπτά αργότερα σκούπισε αποφασιστικά τα δάκρυα και έβαλε μπρος. Το βράδυ που θα τον έβλεπε, θα έμπαιναν όλα στην θέση τους. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το δαχτυλίδι του έρωτα και συνέχισε την πορεία της.
Ο Πάρις κοίταξε ξανά το τηλέφωνο που χτυπούσε. Ήταν η Φαίη. Το ήξερε πως ανησυχούσε, αλλά δεν μπορούσε να της μιλήσει. Ούτε ήθελε. Ο ήχος που άκουγε από πριν έγινε πιο ξεκάθαρος. Ήταν ένα τραγούδι. Το αγαπημένο της τραγούδι. Κοίταξε τα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό και χαμογέλασε πικραμένα. Αυτά τα σύννεφα δεν σκόπευε να τ’ αρματώσει..

Η απόφαση



Ο χλωμός απογευματινός ήλιος ξεπρόβαλλε για μια στιγμή από τα σύννεφα. Μια λαμπερή ηλιαχτίδα χάιδεψε για μια στιγμή το μαραμένο τριαντάφυλλο κι έπειτα εξαφανίστηκε βιαστική θαρρείς και ντράπηκε για την αδιακρισία της. Η Αναστασία χάιδεψε απαλά το ξεραμένο λουλούδι κι ένα φύλλο έπεσε κάτω. Δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Δεν θυμόταν πότε ήταν η στιγμή που ένιωσε την παρουσία του πρώτη φορά. Το ημερολόγιο της καρδιάς είχε σταματήσει να μετράει εβδομάδες, μέρες , ώρες, λεπτά. Θυμόταν όμως ξεκάθαρα την αίσθηση του φουσκωμένου στήθους της και τις μυρωδιές που πλημμύρισαν τον κόσμο της. Ήταν σίγουρη από τότε. Η ύπαρξή του θα επιβεβαιωνόταν μια εβδομάδα αργότερα , αλλά η βεβαιότητα ήταν μέσα της από εκείνη την πρώτη μέρα.
Η καρδιά της σταμάτησε. Χάιδεψε τα πρησμένα στήθη της και κοίταξε το κόκκινο τριαντάφυλλο , που στεκόταν περήφανο στο ποτήρι. Δισταχτικά κατέβασε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της και τα ακούμπησε σταυρωμένα εκεί. Έμεινε αρκετή ώρα έτσι μπροστά στον καθρέφτη χωρίς να ακούει τίποτα άλλο παρά την βαριά της ανάσα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, ούτε να μιλήσει. Είχε την ίδια αίσθηση όπως όταν ξύπναγε αργά το βράδυ, δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενη ή φοβισμένη ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Εκείνο το βράδυ κάθισε κι έγραψε προσπαθώντας να εκφράσει τα συναισθήματα που την έπνιγαν κι ήθελε να μοιραστεί με τον Πασχάλη. Ο μαγικός της καθρέφτης, όπως συχνά τον αποκαλούσε, αισθανόταν ακριβώς όπως κι η ίδια, περίμενε τα ίδια, έλπιζε τα ίδια και για ακόμα μια φορά ήταν δίπλα της. Αυτός ο άντρας , που την έκανε να δει με άλλα μάτια τον εαυτό της και τον έρωτα, τόσο διαφορετικός κι όμως τόσο κοντά στην καρδιά , το μυαλό και την ψυχή της, για ακόμα μια φορά έσπευδε να της κρατήσει το χέρι. Κοιμήθηκε σαν μωρό με συντροφιά το βλέμμα του εκείνη την μέρα που μάθανε τα νέα.
Ξύπνησε χαρούμενη. Πήγε στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη καθώς έπλενε το πρόσωπό της. Ένα μεγάλο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, τα μαγουλά της ήταν κόκκινα, και τα μάτια της έλαμπαν. Ξαφνιάστηκε και έψαξε την επιβεβαίωση ψηλαφώντας τα χείλη της με τα υγρά ακόμα χέρια της. Ναι, χαμογελούσε.
Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πόσο καιρό είχε να νιώσει τόσο ευτυχισμένη. Τα λόγια του Πασχάλη ήρθαν πάλι στο μυαλό της σαν μουσική, την μουσική της καρδιάς, που έβγαλε το χαμόγελό της έξω ξανά σαν ήλιο μετά από μια συννεφιασμένη μέρα.
Σαν την άγγιξε ένα μαγικό ραβδί, όλη της η μέρα πέρασε μ’ αυτόν τον ήλιο να την ακολουθεί και να φωτίζει κάθε σκοτεινή γωνιά, διώχνοντας κάθε αμφιβολία . Το απόγευμα που ήρθε να την πάρει από τν δουλειά ένιωθε πως ξεχείλιζε από αυτήν την ζεστασιά, αυτό το χαμόγελο, αυτήν την αγάπη. Κοίταξε τα μάτια του κι απόρησε για ακόμα μια φορά πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γίνεται ο ήλιος του μικρόκοσμου σου κι εσύ ο πλανήτης που η έλξη γύρω του καθορίζει τις ηλιόλουστες και σκοτεινές πλευρές σου, τις ανέλπιδα φωτεινές κα τις ατελείωτα μαύρες μέρες σου.
Όταν το ίδιο απόγευμα μπήκε μέσα της, πέρα από την οικειότητα και την ηδονή της επαφής, ένιωσε να διαστέλλεται και να τον σκεπάζει τρυφερά σαν μάνα γη τον σπόρο που βαθειά μέσα της έχουν σπείρει και ξέρει πως θα ανθίσει την άνοιξη. Κέντρο της γης και της ζωής η μήτρας της που παλλόταν έτοιμη να δεχτεί την βροχή του σπέρματός τους, που έκανε το δέντρο να ριζώσει και μεγαλώσει φτάνοντας ως τον ουρανό, τον απέραντο ουρανό της σχέσης τους.
Ξύπνησε με τον γνωστό πόνο να χτυπάει στα μηνίγγια της . Σηκώθηκε κοιτάζοντας τρυφερά τον Πασχάλη δίπλα της , που ακόμα κοιμόταν. Αυτός μισάνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένος νιώθοντάς την να απομακρύνεται από τον βωμό του έρωτά τους, αυτό το κρεβάτι που μύριζε έρωτα, σπέρμα κι ηδονή. Της ζήτησε να γυρίσει πίσω. Διαπληκτίστηκαν για κάποιο λόγο που η ίδια δεν κατάλαβε εκείνη την στιγμή.
Γύρισε μετά από λίγη ώρα γεμάτη από τα χαμόγελα, την ζεστασιά, τον ήλιο του χθες. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρυφερά περιμένοντας μια ανταπόκριση που δεν ήρθε. Τραβήχτηκε όσο πιο μακριά της μπορούσε. Ο ήλιος είχε φύγει. Ήταν η πρώτη φορά στην σχέση τους που της έδειξε πως ήταν ανεπιθύμητη. Κι αυτό την πάγωσε.
Το απόγευμα έφυγε την ώρα που εκείνος κοιμόταν μακριά της. Είχε μπει κάτι ανάμεσά τους που δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν υπήρχε από πριν ή τώρα το συνειδητοποιούσε η ίδια. Προχώρησε για ώρα ελπίζοντας να βρέξει, να γίνει κάτι να ξεπλύνει αυτό το αίσθημα της απώλειας και της προδοσίας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα κι ούτε ένα σύννεφο δεν σκέπαζε τον ουρανό.
Ένιωσε έναν απίστευτο πόνο να διασχίζει το κορμί της , ξεκινώντας από το κεφάλι, πηγαίνοντας στην καρδιά και χτυπώντας δυνατά στην μήτρα της. Κάθισε κάθιδρη στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να βρει την ανάσα της, ενώ ένιωσε πως κόβεται στα δυο. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής με μια πίκρα κι έναν πόνο, που δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του. Κι ήξερε πως τον έχανε. Και τότε πήρε την απόφασή της.

Το άρωμα της πασχαλιάς


      Η Αναστασία περπατούσε στον δρόμο βιαστική χωρίς να κοιτάει γύρω της. Η κίνησή της ήταν μηχανική και κρατούσε το ρυθμό με παιδικά τραγούδια  που έπαιζε στο μυαλό της χωρίς διακοπή σαν δίσκος που κόλλησε στο πικάπ μιας άλλης εποχής. Αυτό της επέτρεπε να αδειάζει το μυαλό της από ενοχλητικές σκέψεις κι ήταν η συνήθης θεραπεία της στις έμμονες σκέψεις που την τυραννούσαν.


Μεγαλοβδομάδα και η βελόνα είχε κολλήσει στο «Μεγάλη Δευτέρα ο Χριστός στην μαχαίρα, Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη..» όταν ξαφνικά σκόνταψε και αφηρημένη όπως ήταν, μόλις που πρόλαβε να βάλει τα χέρια της να προστατευτεί, προτού βρεθεί φαρδιά πλατιά κάτω. Το άγαρμπο πέσιμό της την επανέφερε στην πραγματικότητα και κοίταξε γύρω της με έκπληξη μουρμουρίζοντας ένα βιαστικό ευχαριστώ στους ανθρώπους που έσπευσαν να την βοηθήσουν να σηκωθεί και την ρωτούσαν αν είναι καλά.
Τίναξε με τρεμάμενα χέρια τις σκόνες από τα μαύρα της ρούχα που τόσο ταίριαζαν στην διάθεσή της και παρατήρησε παραξενεμένη πως ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Ήταν σίγουρη πως, όταν είχε ξεκινήσει την τρελή της κούρσα με τον εαυτό της, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Έστριψε στο πρώτο στενό που βρήκε προσπαθώντας να αποφύγει τα περίεργα βλέμματα των περαστικών και ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας.
Η μυρωδιά της ανθισμένης πασχαλιάς την βρήκε απροετοίμαστη. Άνοιξε τα ρουθούνια της, πήρε μια βαθιά ανάσα  προσπαθώντας να βάλει όλο το άρωμα μέσα της και κοίταξε γύρω της ψάχνοντας την πηγή. Τα χαρακτηριστικά μωβ λουλούδια ξεπρόβαλλαν από την σιδερένια πόρτα της αυλής και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άπλωσε τα χέρια της κι έκοψε μερικά κλαδιά.
Έχωσε το πρόσωπό της μέσα στα λουλούδια και χαμογέλασε. Η ευωδία των λουλουδιών την γέμισε με εικόνες και συναισθήματα ξεχασμένα. Χάιδεψε τρυφερά τα μωβ λουλούδια με τα ακροδάχτυλά της και βγήκε από το ανήλιαγο στενό μ’ ένα καινούριο βήμα. Τα μάτια της σπινθηροβόλησαν κι ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της καθώς προχωρούσε προς το σπίτι της κρατώντας σφιχτά τα κλωνάρια.
Γέμισε με νερό ένα διάφανο βάζο, έβαλε μέσα τα ευωδιαστά κλωνάρια και το έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι κι έμεινε να κοιτάζει για ώρα τα λουλούδια . Ήταν μαθήτρια γυμνασίου εκείνο το Πάσχα που η γιαγιά της, μόνιμη κάτοικος Καναδά, ερχόμενη στο σπίτι, έφερε μαζί με το καθιερωμένο σοκολατένιο λαγό, δυο κλαδιά πασχαλιάς.
Τα έδωσε στην Αναστασία και της ζήτησε να τα βάλει σ’ ένα βάζο . Της είπε συνωμοτικά πως το άρωμα των ανθισμένων πασχαλιών έλκει τις νεράιδες της Ανάστασης και πως όποιος μπορέσει και τις δει μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής του Πάσχα, θα έπαιρνε το δώρο της άνοιξης, λίγο πριν χαθεί το άρωμα των λουλουδιών. Της είχε φανεί διασκεδαστικό να καιροφυλακτεί πότε θα εμφανιστούν οι νεράιδες, αλλά το άρωμά τους χάθηκε χωρίς να προλάβει να δει καμία.
Φέτος δεν θα της την γλύτωναν. Ήταν η τρίτη εβδομάδα που δεν πήγαινε στην δουλειά λόγω μιας παρατεταμένης αναρρωτικής άδειας, απόρροια των προβλημάτων ενός τροχαίου. Είχε την άνεση να στήσει καρτέρι, για να τσακώσει τις μικροσκοπικές μωβ νεράιδες και να πάρει το δώρο της. Μισάνοιξε το παράθυρο και ξάπλωσε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το βάζο.
Ξύπνησε παγωμένη καθώς είχε αποκοιμηθεί κουλουριασμένη σαν έμβρυο χωρίς να σκεπαστεί. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει , αλλά το δωμάτιο ήταν πλέον σκοτεινό. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και πιότερο ένιωσε, παρά άκουσε, το φτερούγισμα δίπλα της. Με ασταθή βήματα σαν μεθυσμένου έφτασε μέχρι τον διακόπτη του ρεύματος και τον άνοιξε.
Το απότομο φως την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια, αρκετά γρήγορα όμως, ώστε να προλάβει να δει την μικροσκοπική μωβ φιγούρα, που εξαφανίστηκε βιαστικά πετώντας από το ανοιχτό παράθυρο. Ενώ ο σφυγμός της επανερχόταν στα φυσιολογική επίπεδα, έκλεισε τον διακόπτη και ξάπλωσε τραβώντας τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της.
Το πρωινό κρύο την ξύπνησε χαράματα. Σηκώθηκε ξυπόλυτη και έσκυψε πάνω το βάζο. Το άρωμα των λουλουδιών είχε χαθεί. Πήρε το μικρό κουτί από το κομοδίνο και πήγε στο μπάνιο. Λίγα λεπτά αργότερα γύρισε σιγοτραγουδώντας στο δωμάτιο. Μάδησε τα μωβ ανθάκια και τα έριξε σ’ έναν φάκελο μαζί με το αποτέλεσμα του τεστ.  Έκλεισε προσεχτικά τον φάκελο και χάιδεψε προστατευτικά την κοιλιά της.
Ο Πασχάλης κοίταξε τον περίεργα φουσκωμένο φάκελο. Τον άνοιξε και τον αναποδογύρισε πάνω στο τραπέζι. Μέσα στον σωρό των μωβ λουλουδιών το άσπρο μακρόστενο αντικείμενο ξεχώριζε σαν φωτεινός σηματοδότης. Το κράτησε για μια στιγμή στα χέρια του παρατηρώντας τις μπλε γραμμούλες. Έμεινε για στιγμή σκεφτικός και στην συνέχεια φόρεσε γρήγορα το μπουφάν του και βγήκε από το σπίτι. 
Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόταν έξω από το σπίτι της Αναστασίας. Κράτησε πατημένο το κουδούνι μέχρι που η πόρτα άνοιξε και η γυναίκα βρέθηκε απέναντι του. Άπλωσε το χέρι του και της πρόσφερε το κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι του. Κοιτάχτηκαν για μια ατέλειωτη στιγμή στα μάτια χωρίς να κουνηθούν, χωρίς να αναπνεύσουν κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά χωρίς να μιλάνε. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά καθώς ένιωσε τα δάκρυα της να μουσκεύουν τον λαιμό του. Πήρε το πρόσωπό της στα  χέρια του και σκούπισε τα δάκρυα της με τα χείλη του. 
Η Αναστασία άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε ζεστά καθώς ο Πασχάλης της είπε "καλημέρα αγάπες μου"...