Το δηλητήριο


Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να αντιδράσει έτσι. Μάλλον η δική του αντίδραση στο τηλεφώνημα που είχε προηγηθεί κι ότι η απάντησή του δεν κάλυπτε τίποτα εκτός από το κενό.
Ακολούθησε, όπως έκανε εδώ και δύο μήνες, την απόφασή του να ξαπλώσουνε να κοιμηθούνε ενώ η ίδια ένιωθε τα σύννεφα να σκιάζουν τον ήδη μαύρο ουρανό της σχέσης τους. Δεν μπορούσε όμως να σπάσει το τείχος που σήκωνε ανάμεσά τους. Και δεν μπορούσε να κρύψει πόσο την πονούσε αυτό.
Το χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί. Η ίδια φωνή που είχε στοιχειώσει τους εφιάλτες των τελευταίων μηνών, ακούστηκε έξω από την πόρτα. Χαρακτηριστική φωνή. Κι ας την είχε ακούσει μόνο από το τηλέφωνο, όταν μιλούσε αυτός μαζί της. Ένιωσε να ζαρώνει και να γίνεται ένα μικρό κουβαράκι στα λόγια της. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Για κάποιο περίεργο λόγο, το σκηνικό της θύμισε τον αιώνιο εφιάλτη της. Μόνο που έξω ήταν μόνο ένα άτομο- εκείνη. Και δεν γελούσε. Αλλά η ίδια ένιωσε να την περιγελούν.
Αυτός σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Ένιωσε παρά άκουσε τις απαντήσεις του, ενώ όλο της το σώμα πάγωνε. Γύρισε στο κρεβάτι , ξάπλωσε δίπλα της ίσα για να ακούσουνε τα βήματά της να γυρνάνε πίσω και την πόρτα να χτυπάει ξανά. Και την ίδια φωνή που απαιτούσε να μπει μέσα. Στο δωμάτιο τους. Στο μικρό παράδεισό τους. Κοίταξε με απελπισία γύρω της καθώς οι τοίχοι μίκραιναν και την εγκλώβιζαν. Γύρισε να της πει να περιμένει. Και πως θα γυρίσει σύντομα. Οι τοίχοι στένευαν γύρω της κι ένιωσε την ανάσα της να την εγκαταλείπει.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Δεν τόλμησε να κοιτάξει το ρολόι. Το ρολόι της καρδιάς της είχε σταματήσει να χτυπάει περιμένοντάς τον. Σηκώθηκε όρθια προσπαθώντας να κατανικήσει τον πανικό που την κύκλωνε. Έπλενε τα πιάτα μηχανικά όταν τον άκουσε να γυρίζει. Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, αλλά ήξερε πως έπρεπε να το κάνει. Δεν ήθελε να μάθει τι έγινε, αλλά ήξερε πως έπρεπε να ρωτήσει. Και το έκανε ακούγοντας μετά τις πολλαπλές αρνήσεις , αυτό που ήδη ήξερε.
Προσπάθησε να καταπολεμήσει το αίσθημα της ναυτίας και την διάθεση φυγής. Ήταν πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον εφιάλτη για να ξέρει πως τα φαντάσματα τα νικάει μόνο η απομυθοποίησή τους. Κι ενώ όλα μέσα της ζητούσαν κραυγάζοντας για ένα ψέμα, δεν μπορούσε παρά να αφεθεί σ’ αυτό που τόσα χρόνια βίωνε και γνώριζε καλά, την απόρριψη.
Η ανάσα της σταμάτησε καθώς μέσα της ένιωσε κάτι να σπάει, κάτι που ο απόηχός του σκόρπισε όλους τους ήχους, κάτι που τάισε το θεριό της σιωπής. Τον κοίταξε κι είδε στα μάτια του τον ίδιο πόνο, την ίδια κατάρα, το ίδιο κενό. Έκατσε στην καρέκλα και τον κάλεσε να κάτσει μαζί της. Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να τον παρακαλέσει να της πει ένα ψέμα, ένα ψέμα ισάξιο της αλήθειας, ισάξιο της αγάπης, ισάξιο του έρωτα. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Τον αγαπούσε. Γι’ όλα όσα πρέσβευε κι όλα όσα ήταν. Τον αγαπούσε με απόλυτη συναίσθηση από την αρχή για όλες του τις αδυναμίες. Αλλά όχι γι’ αυτήν. Το δικό τους φίδι δεν τους κέρασε το μήλο, απλά την γνώση του πεπερασμένου τους εγώ. Κι αυτοί ήταν αδύναμοι χωρίς τον έρωτά τους. Η Ηρώ τον κοίταξε κι αποφάσισε πως αυτόν τον παράδεισο δεν θα τον έχανε για  το δέντρο της γνώσης, ούτε για τον πειρασμό της παραίτησης. Δεν θα έφευγε και θα τον κρατούσε μαζί της, γιατί ήξερε καλά πως κανείς δεν ζει στον επίγειο κόσμο χωρίς το πλευρό του.
Η ίδια ήταν μόνο το πλευρό, αλλά ήταν σίγουρη για τον προορισμό της. Προσπάθησε να κατευνάσει μέσα της την θύελλα της αμφιβολίας ψάχνοντας για πολλοστή φορά στα μάτια του την επιβεβαίωση της αγάπης. Και τότε μόνο άρχισε να μιλάει. Δεν θα θυμόταν την άλλη μέρα τι είχε πει. Ήξερε μόνο πως έπρεπε να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις τον έρωτα αυτό που έβλεπε να βυθίζεται στο σκοτάδι.
Ο Πασχάλης ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Η ίδια δεν κατάφερε. Κάτι είχε μπει στο αίμα της και το ένιωθε να κυλάει παντού. Το δάγκωμα του φιδιού στην καρδιά της είχε αφήσει το δηλητήριο του. Κι αυτό γέμιζε την μέχρι τότε στερεή αγάπη της με ζήλεια, παράπονο, αμφιβολία. Γύρισε και τον κοίταξε ζητώντας το αντίδοτο. Ξάπλωσε δίπλα του και σφίχτηκε γερά πάνω στην γυρισμένη του πλάτη. Αυτός απομακρύνθηκε κολλώντας πάνω στον τοίχο.
Η Ηρώ δάγκωσε με δύναμη τον καρπό της μέχρι που είδε το κόκκινο αίμα να μουσκεύει τους καρπούς της. Δεν θα άφηνε το δηλητήριο μέσα της..