Απολιθωμένος έρωτας



    Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν χρειαζόταν να είναι ειδικός για να το καταλάβει. Κάθε μέρα κάτι άλλαζε ανεπαίσθητα , αλλά το αποτέλεσμα μετά από όλους αυτούς τους μήνες ήταν εμφανές.
Πλησίασε στον καθρέφτη και κοίταξε εξονυχιστικά το είδωλό της στον καθρέφτη. Το χρώμα της επιδερμίδας της είχε αρχίσει να γκριζάρει. Τα μαλλιά της το ίδιο. Τα μάτια της ξεθώριαζαν και η δυσκαμψία που ένιωθε στα μέλη της είχε αρχίσει να γίνει αισθητή ακόμα και στον τρόπο που στεκόταν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια με δυσκολία προσπαθώντας να διώξει την εφιαλτική εικόνα αυτής της γυναίκας, που μέχρι πρόσφατα ήταν τόσο γεμάτη από ζωή.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που η Φρύνη ένιωσε τον πάγο να απλώνεται από την καρδιά της σε όλο της το κορμί. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια που οι αισθήσεις της υπολειτουργούσαν. Εκείνον τον μαγικό Νοέμβρη που ξεκίνησαν όλα δεν περίμενε τίποτα από την ζωή της. Τον Φεβρουάριο δάγκωνε το μήλο των ξωτικών για δυο μήνες ευτυχίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς δάγκωνε την καρδιά της. Τον Μάιο πούλησε την ψυχή της γι’ αντάλλαγμα την γεύση του μαγεμένου μήλου. Τον Ιούνη το κορμί της γι’ αντάλλαγμα την ζωή. Τον Ιούλιο έψαχνε το ρόδο της Ιεριχούς. Τον Αύγουστο πίστεψε πως το είχε βρει. Τον Σεπτέμβρη κατάλαβε πως το μόνο που έμεινε από το όνειρο ήταν το πλατανόφυλλο που την επέλεξε.

Τότε βίωσε για πρώτη φορά αυτό που θα την ακολουθούσε για όλη της την ζωή. Το πάγωμα του χρόνου, του κορμιού, της καρδιάς, της ψυχής. Ξεκίνησε τόσο ανεπαίσθητα που δεν το κατάλαβε στην αρχή. Ένα ελαφρύ ρίγος όπως όταν ξαφνικά πέφτει επάνω σου μια κρύα σταγόνα νερού το καλοκαίρι. Στην συνέχεια κάτι σαν στιγμιαίο μούδιασμα μετά από παρατεταμένη ακινησία με τα γνωστά επώδυνα τσιμπήματα μετά. Μετά απλά το κενό. Σήμερα δεν μπορούσε να κουνηθεί. Επιτέλους.

Η Κατερίνα ξύπνησε με τα μάτια πρησμένα και με μια αίσθηση απώλειας που ήξερε πως δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ. Σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι αν και θα ήθελε να κάτσει να χουζουρέψει δίπλα στον άντρα που μοιραζόταν εδώ και καιρό το κρεβάτι και την ζωή της. Υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερε αν μπορούσε να μοιραστεί ούτε μαζί του και δεν ήταν σίγουρη αν θα το ήθελε . Είχαν κηδέψει την μητέρα της την προηγούμενη μέρα κι έπρεπε να εκτελέσει την τελευταία της επιθυμία. Και να πάρει τις απαντήσεις που περίμενε τόσα χρόνια.
Ο Περικλής κοίταξε το τηλέφωνο που χτυπούσε με περιέργεια. Ο αριθμός ήταν άγνωστος, αλλά κάτι του θύμιζε. Ήταν σχετικά νωρίς το πρωί κι ακόμα δεν είχε σηκωθεί. Η γυναίκα δίπλα του κοιμόταν ακόμα και μην θέλοντας να την ανησυχήσει σηκώθηκε παίρνοντας το τηλέφωνο και πήγε στην κουζίνα. Όταν άκουσε την φωνή της Κατερίνας και του εξήγησε ποια είναι και για ποιο λόγο τον καλεί , ένιωσε πως αυτό το είχε ξαναζήσει. Ο γλυκός εφιάλτης της ζωής του.

Βρεθήκανε στην είσοδο του νεκροταφείου. Κοιταχτήκανε με επιφύλαξη μέχρι την στιγμή που η Κατερίνα του χαμογέλασε κι είπε ερωτηματικά «Περικλάκη, εσύ είσαι;». Ο Περικλής χαμογέλασε αυθόρμητα, αυτό το περίεργο δικό του χαμόγελο που τον έκανε να λάμπει από μέσα. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν ειδωθεί. Η μικρή ατίθαση μικρή, που έκοβε τα σύμφωνα είχε γίνει μια όμορφη γυναίκα, που το παιχνιδιάρικο χαμόγελό της θύμιζε την μητέρα της τόσο πολύ, που ο Περικλής για μια στιγμή γύρισε χρόνια πίσω. «Πάμε;» την ρώτησε χωρίς να φανερώσει τίποτα από όσα ένιωσε. «Πάμε» του απάντησε και του άπλωσε το χέρι της.

Περπάτησαν χωρίς να μιλάνε μέχρι που φτάσανε στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Λες και το έκαναν χρόνια μαζί, πέταξαν τα ξεραμένα λουλούδια, άναψαν το καντήλι και το θυμιατό και κάθισαν για λίγα λεπτά σιωπηλοί βλέποντας το γκρίζο άγαλμα που είχε ζητήσει η Φρύνη να της σκεπάσει τον τάφο. Ένα άγαλμα που της έμοιαζε, που θύμιζε το πώς ήταν πριν χάσει το χρώμα και την γεύση της. Φυσούσε εκείνη την μέρα κι ανάμεσα στα χέρια του αγάλματος είχαν μαζευτεί αρκετά ξεραμένα φύλλα. Η Κατερίνα έβγαλε ένα μικρό κουτί από την τσάντα της κι έναν κλειστό φάκελο και τα έδωσε στον Περικλή. Αυτός τα έβαλε στην τσέπη του χωρίς να τα ανοίξει και χωρίς να σχολιάσει.

«Ξέρεις τι μου άφησε κληρονομιά» του είπε η Κατερίνα. «Την αλληλογραφία σας εκείνο τον χρόνο. Μου είπε πως θα καταλάβω όσα δεν μπόρεσε να μου πει». Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της και τα χείλη της έγιναν μια λεπτή γραμμή. «Την ρωτούσα για χρόνια γιατί δεν ξανάφτιαξε την ζωή της. Γιατί παραιτήθηκε τόσο νωρίς από το δικαίωμα να είναι ευτυχισμένη.
Κι αυτή μόνο χαμογελούσε και μου έλεγε πως δεν ήταν παραίτηση, αλλά υπομονή. Πως περίμενε. Κάθε Χριστούγεννα κοιμόταν κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτη προσμονή, μ’ ένα πεισματάτικο χαμόγελο στα χείλη. Το ξεστήναμε κάθε χρόνο στις 14 Φεβρουαρίου και τότε έμπαινε πάλι σ’ αυτό που ίδια ονόμαζε κρύπτη της- στην απάθεια και στην αδιαφορία. Για να ξεκινήσει ξανά τον ίδιο κύκλο στις 3 Νοέμβρη».

Γύρισε και κοίταξε τον Περικλή και συνέχισε καθώς ο ίδιος δεν έλεγε τίποτα. «Ναι, τώρα ξέρω το γιατί. Κι ίσως την καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω τις αποφάσεις της, αλλά καταλαβαίνω το γιατί κι αυτό είναι κάτι. Θα ήθελα να ήταν αλλιώς. Ίσως έλπιζα πως θα ήταν αλλιώς, ίσως μου μετάδωσε την ηλίθια αισιοδοξία της. Και περίμενα πως κάτι θα έχεις να μου πεις». Καθώς ο Περικλής συνέχισε να σωπαίνει η Κατερίνα σηκώθηκε, τίναξε τα χέρια της από το χώμα κι έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει.

Αυτός έμεινε λίγη ώρα ακόμα ακίνητος. Κοίταξε τον σφραγισμένο φάκελο που έγραφε το όνομα του για λίγη ώρα, πήγε να τον ανοίξει, κοντοστάθηκε και τον δίπλωσε προσεχτικά, ξανά και ξανά, μέχρι που έγινε όσο ένα δάχτυλο. Το έβαλε προσεχτικά μέσα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα μέχρι που δεν φαινόταν πια. Άνοιξε το μικρό κουτί, ξέροντας εκ των προτέρων τι θα βρει μέσα. Το δαχτυλίδι με την γαλάζια πέτρα, που είχε φορέσει στο χέρι της εκείνo το απόγευμα του Δεκέμβρη, το ξεραμένο πλατανόφυλλο και την μικρή κλεψύδρα. Χαμογέλασε μετά από ώρα κι έβγαλε από την τσέπη του ένα κιτρινισμένο χαρτάκι , ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια κόκκινη κορδέλα. Τα πρόσθεσε στο κουτί και το έκλεισε.

Εκείνη την στιγμή άρχισε να βρέχει. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του χωρίς να αποφύγει τις στάλες τις βροχής που έπεφταν πάνω του και χωρίς να προφυλαχτεί. Είδε την εικόνα της Φρύνης, έτσι όπως την είχε ονειρευτεί τότε , να χορεύει με το ανυπόταχτο χαμόγελο στα χείλη, για να αντικρύσει αυτόν κάτω από το υπόστεγο να την περιμένει με την αγκαλιά και την καρδιά του ανοιχτή. Είδε μέσα σε δυο λεπτά όσα είχαν κι όσα έχασαν. Έχωσε το κουτάκι στο βρεγμένο χώμα κι έφυγε βιαστικά.
    Γύρισε μετά από λίγη ώρα. Η βροχή δεν είχε κοπάσει ακόμα , αλλά δεν της έδινε καμία σημασία. Έσκυψε πάνω από το γκρίζο άγαλμα που τόσο τον πόνεσε μόλις το πρωτοείδε και που γυάλιζε από τις στάλες της βροχής. Κοίταξε τα μουσκεμένα φύλλα και θυμήθηκε την μέρα στον ονειρότοπο. Έσκυψε και απόθεσε ανάμεσα στα πέτρινα δάχτυλα ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Η βροχή και τα δάκρυα δεν τον άφησαν να δει τα δάχτυλα που τυλίχτηκαν γύρω του.